Ο μοτοσυκλετιστής που μπαίνει φέτα στη στροφή είναι αυτός που δεν ακολουθεί την καμπύλη της τελευταίας, αλλά την παίρνει εσωτερικά και ενίοτε μπαίνοντας και στο αντίθετο ρεύμα. Αυτό φυσικά συμβαίνει λόγω μεγάλης ταχύτητας, έτσι ώστε να μην αγοράσει οικόπεδο λόγω κεντρομόλου.
Εξ ιδίας εμπειρίας (δικυκλιστής όντας) γνωρίζω πως η λέξη στούκα χρησιμοποιείται για κάθε είδους θεαματική πτώση. Το ρήμα, ωστόσο, στουκάρω δηλώνει πρόσκρουση πάνω σε κάτι. Ορθοί οι σχολιασμοί.
Βλ. και σκατοβουρτσάκι.
Ορθότατη παρατήρηση. Ωστόσο θεωρώ ότι η έκφραση δεν παίζει είναι λίγο διαφορετική, αφού μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μόνη της (π.χ.- Πάμε μπουζούκια; - Άσε, δεν παίζει.), ενώ το παίζει συνοδεύεται πάντα απο κάτι άλλο (π.χ. Δεν παίζει μία. Παίζει φαί;). Ως εκ τούτου (αν και ομολογώ οριακά) μπορεί να θεωρηθεί ξεχωριστός όρος.
Ζητώ ταπεινά συγγνώμη γιατί πάνω στη βιασύνη μου δεν έγραψα το βασικό ορισμό της έκφρασης. Πώς μπορώ όμως να το διορθώσω;
Καλαμπόκας λεγόταν επίσης ο Παππούς του Ντόναλντ Ντακ.
Μια ακόμη εκδοχή της μυθικής αυτής φράσης υποστηρίζει ότι το είπε ο Μύρτσος.
Χρησιμοποιείται δε και αναφορικά με οποιοδήποτε μηχανάκι και ανταλλακτικό θεωρείται κακής ποιότητας.
Μήπως έχει περάσει και στα Ελληνικά από τα Αγγλικά η χρήση του όρου για το «ανορθόδοξο» (παρά φύσει) τρόπο σεξουαλικής επαφής;
Ορθότατος σχολιασμός. Ωστόσο, όσον αφορά την αργκό, αυτοί ακριβώς οι προσδιορισμοί είναι που προσδίδουν στη λέξη κάποια σημασία ή αξία για όσους τις χρησιμοποιούν.
Τα παπάκια πήραν την ονομασία τους επειδή με ειδικές μετατροπές μπορούν να μπουν κάτω από το νερό και να διασχίσουν ποτάμια.
Τα «τσουτσέκια» ήταν τα μέλη θιάσων που περιελάμβαναν ακροβάτες, νάνους, καθώς και θεατρίνους. Οι τελευταίοι ήταν όλοι άντρες οι οποίοι παίζαν και τους γυναικείους ρόλους. Όσο για την Τουρκική λέξη cuce (τζουτζέ) έχει περάσει στην Ελλάδα ως τζουτζές.
Θυμίζει και το Γαλλικό τυφέκιο Lebel (Fusil Modèle 1886 dit « Fusil Lebel ») το οποίο χρησιμοποιούσε και ο Ελληνικός στρατός κάποτε. Άραγε έχει περάσει στη slang ο όρος;
Είναι θαυμαστό πόση συζήτηση προκαλεί μια απλή πίττα. Πού να γράψω και την κορκοτόπιτα ή τεμπελόπιτα.
Χμμμμ...
Ο όρος χρησιμοποιείται από όσους εργάζονται στο βυθό και κυρίως τους υποβρύχιους αρχαιολόγους για τη συσκευή αναρρόφησης (air lift) που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα ή νερό.
Στο ηρωικό ΜΚΤΠ 508 γκάτζους λέγαμε επίσης και τα ντόπια κρουασάν (στο διάφανο σακουλάκι), πολύ πιο φρέσκα και μεγαλύτερα από τα Molto και τα λοιπό.
Σωστά γράφει ο Hodjas. Μήπως είναι γαλλικής προέλευσης ο όρος; Έχω ακούσει και την (πιθανότατα λαθεμένη) ετυμολογία της έκφρασης από τα γεγονότα του 1854 στην Αθήνα, όταν επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις για να προστατέψουν τα συμφέροντα ενός Αγγλικής υπηκοότητας εμπόρου πλακών του οποίου μετά το μαγαζί είχαν καταστρέψει χουλιγκάνοι της εποχής «σπάζοντας τις πλάκες του». Νομίζω ηλίθια ετυμολογία.
Κι όμως, το πασλέ σημαίνει και ψέυτικο, κοροϊδία, μαϊμου (= απομίμηση). Εξαιρετικές οι λέξεις του tzedes.gr αλλά αποδίδουν απλώς συνώνυμα και όχι μια απο τις ουσιαστικές σημασίες της λέξης.
Για τους λάτρεις της υποκουλτούρας (σλανγκιστί καφρίλας) παραθέτω το άσμα του συγκροτήματος Το Πλοκάμι του Καρχαρία «Είσαι μπάζο».
Στη Μεσσηνία υπάρχουν τα λαλάγγια που είναι απλά κουλούρια σε μορφή χοντρού μακαρονιού από απλή ζύμη αλευριού. Από πού προέρχεται όμως ο όρος;
Να προσθέσω και έναν λιγότερο γνωστό τύπο ταλιμπάν του εργασιακού χώρου. Πρόκειται για τους εργαζόμενους σε εργοτάξια με νοημοσύνη και νοοτροπία Νεάντερταλ που πάνε κάθε βδομάδα στο λογιστήριο για να κάνουν φασαρία επειδή δε μπορούν να καταλάβουν τι γράφει η απόδειξη. Πιο κοντά στον αυθεντικό Αφγανό Ταλιμπάν απο τους λοιπούς.
Ο όρος χρησιμοποιείται και υποτιμητικά όμως για τον ανίκανο και τον ψεύτικο (μπερεκεντές). Έχω συναντήσει το μπερεκέτι να σημαίνει και κόσμημα, πετράδι.
Μπούρτζι (εκ του Αραβικού μπουρτζ=κάστρο) λεγόταν παλαιότερα ο σημερινός Πύργος στην περιοχή της Λειβαδιάς, όπου κατοικούσαν πολλοί Βλάχοι και Σαρακατσάνοι. Ίσως προέρχεται από εκεί η ονομασία.
Ο Αιτώ να ανεβάσει κανέναν ορισμό και να αφήσει τις αμπελοφιλοσοφίες.