Από το vagabundus περιπλανώμενος από το vagor περιπλανώμαι

#2
Μιτζνούρ

στο κιμπαριλίκι

Σε παραπέμπω στο 'κιμπάρης' του Πονηρόσκυλου

#3
Μιτζνούρ

στο κιμπάρης

Πονηρόσκυλο... εργασία βλέπω! Σερφάρω το site, σας ανεβάζω και βλέπω τι έχετε ανεβάσει. Εύγε, ρε!

#4
Μιτζνούρ

στο κιέτσ'

Όχι κι άχρηστο! Αυτοδιαψεύδεται με δύο ωραιότατα παραδείγματα. Πρόκειται για εκφερόμενα αποσιωπητικά.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν χαιρέκακο μάλωμα για κάποιο σφάλμα με τη σημασία του 'το ήθελες τόσο πολύ; τιμωρήσου τώρα!'

#6
Μιτζνούρ

στο κιβούρι

Αν βρεθεί κανένας κατά Πάρο μεριά ας το δει. Η εκκλησία είναι κεντρικότατη. Και ας βάλει και κάποιο εποπτικό μέσο.

#7
Μιτζνούρ

στο σλανγκ

Δεν είναι κακό να βρεθεί ένας κατάλληλος όρος, αλλά τα ιδιογλωσσία και πομπεία, αν και σωστά, μοιάζουν πολύ ψαγμένα... από τη ναφθαλίνη.

Η απαίτηση η έκφραση 'να έχει η λέξη την ίδια σημασία απομονωμένη' οδηγεί σε αδιέξοδο. Η πάπια δεν είναι slang, αλλά το 'κάνω την πάπια' είναι. Η Αφροδίτη δεν είναι slang αλλά η φράση: από μυθολογία ξέρει μόνο την Αφροδίτη και από ιστορία μόνο την Λαϊδα την Κορινθία' είναι. Το καθήκι δεν είναι slang, αλλά η φράση: Φάτσα να την πιεις στο καθήκι' είναι

#8
Μιτζνούρ

στο συνείσακτη

Βαφτισιμιές και ανιψιές τις λέμε εμείς απ' έξω. Οι συνείσακτες ήταν σχεδόν επίσημος θεσμός αλλά η λέξη ακουγόταν σιγά και μ' ελαφρά ερυθρότητα κατανόησης. Θα σας συνοδεύσει η συνείσακτος. Δεν το κράζανε

#9
Μιτζνούρ

στο βίλλα, βίλα

Ο Vikar μού έκανε μια πολύ σημαντική παρατήρηση κατ' ιδίαν αλλά τη δημοσιοποιώ επειδή έχει δίκιο. Αποδείχτηκα δε ο ίδιος 'δάσκαλο που δίδασκα και νόμο δεν κρατούσα.'
Εγώ ο ίδιος είπα ότι 'οι λέξεις δεν έχουν μόνο σημασία αλλά και παρεπόμενα' αλλά μ' έφαγε η σεμνοτυφία.
Ο Vikar μου επεσήμανε κατά κάποιο τρόπο ότι βίλλα ΔΕΝ σημαίνει πέος αλλά πούτσος, διότι το πέος δεν φέρει όλα τα σημασιολογικά και άλλα παρεπόμενα του βίλλα. Κάθε λέξη χρησιμοποιείται διαφορετικά κι επιλέγεται με άλλα κριτήρια. Αυτά για να είμαι πιο προσεκτικός.

#10
Μιτζνούρ

στο μάγκανο

Λάθος! Η γριά που μου είπε τη φράση που μεταφέρω στο παράδειγμα, στην Αρτοτίνα Δωρίδος (την έχετε ακούσει; 25 χιλιόμετρα πιο πάνω από την Πενταγιού της Μαρίας) εν έτει 1973 δεν είναι αυτή της φωτογραφίας. Άλλη έβαλες απρόσεκτε Gatzman

#11
Μιτζνούρ

στο συνείσακτη

Πού προλάβατε, ρε όλοι, πρωί πρωί; Μπράβο σας!
Κατά συνεκδοχή σημαίνει 'δεν το διατυμπανίζουμε αλλά οι άλλοι το καταλαβαίνουν'

#12
Μιτζνούρ

στο σαλταδόρος

Μα νομίζω πως αυτό ακριβώς ήταν το Ξυπόλυτο Τάγμα. Απλώς το είχα εντελώς ξεχάσει. Δες το απίθανο βίντεο που ανέβασε ο Γαϊδουράγκαθος

#13
Μιτζνούρ

στο βίλλα, βίλα

Συγνώμη και πάλι, το είδα. Εννοούσα το παράθεμα του otinanai. Αλλά εγώ το είχα ανεβάσει ως βιλί

#14
Μιτζνούρ

στο βίλλα, βίλα

Συγνώμη, υπήρχε ήδη το λήμμα και έβαλα 'πρόσθετο ορισμό'.
Πού πήγε το πρώτο;

#15
Μιτζνούρ

στο μπίχλας

σωστό

Το 1965, μην τρέμετε ρε, ζούσα τότε και πήγαινα διακοπές μόνος μου, ήμουν στην Πάρο και το βαρκάκι από το λιμάνι στον Κριό (μια παραλία απέναντι από το λιμάνι της Παροικιάς κατάλληλη για μπάνιο) έπαιρνε δύο δραχμές πάει έλα. Κάποιος παράγων κακολογούσε τον λιμενάρχη που όρισε το ναύλο λέγοντας: Πού ακούστηκε, ρε από το μ.... στον κ.... δυο δραχμές; Μη μου πεις πως δεν τα παίρνει (δωροδοκείται)!

#17
Μιτζνούρ

στο όπα, ώπα

aias.ath σε έχω επαινέσει και πάλι. Πώς βγάζεις πολυτονικό εδώ; Πές μου το κόλπο!

#18
Μιτζνούρ

στο ώνια

Ώνια είναι όντως τα ψώνια, οι προμήθειες, λέξη ελληνική όπως ανέφερε και ο Jesus, και συμπληρώνει ο Hank με τη σημασία 'εξαγορασμένος'. Το ρ. ονέομαι - ονούμαι, αγοράζω
Το νεοελληνικό ψώνια προέρχεται από τα οψώνια, δηλαδή τα 'ώνια προς όπτησιν' (μαγείρεμα, ψήσιμο). Το ρ. εψω / οψω = ψήνω, βράζω, μαγειρεύω. πρβλ οπτόν κλέφτικον. Το έτυμον της λέξης έψω, συναφές προς το 'οπή' τρύπα, είναι πολύ ενδιαφέρον ως προς τα παράγωγά του αλλά ξεφεύγει από το πλαίσιο του slang.gr

#19
Μιτζνούρ

στο ΩΚΥΣ

Ο Aias.ath πολύ σωστός. Μόνο που για να βρούμε τις γνώσεις του πρέπει να 'πέσουμε' στον Αχιλλέα τον ωκύποδα.

#20
Μιτζνούρ

στο ωδείο

Βρε Ανέμελε... μπιτ ανέμελος είσαι. Τα λένε ωδεία επειδή είναι μπουζουκαμάγαζα συνήθως. Εκεί πάνε και τα 'μωρά' έτσι κι αλλιώς. Μη βγάλουμε και το πεδίο της μάχης από το αιδοίο... άσχετο αν κι εκεί γίνεται μάχη. Φιλικά και με σεβασμό

#21
Μιτζνούρ

στο σαλταδόρος

Παρακαλώ προσέξτε, έχω ιδιαίτερη ευαισθησία, αναφέρομαι σε ναζιστική κατοχή, μια κατάσταση που επεβάρυναν και οι εντόπιοι συνεργάτες τους. Όπως υπήρξαν έλληνες που αντιστάθηκαν στον ναζισμό υπήρξαν και γερμανοί επίσης.
(Ελπίζω το σχόλιο να μην παραβιάζει την φυσιογνωμία του slang.gr διότι δεν είναι ούτε πολιτικό ούτε εθνικιστικό. Αν όμως δεν είναι επιθυμητό, παρακαλώ τους συντονιστές να το διαγράψουν)

#22
Μιτζνούρ

στο χλεμπόνα

Χλεμπονιάρης είναι όντως ο πεινασμένος, ο ξενηστικωμένος.
Επομένως συμφωνώ με τους xalikoutis και Bybis.
Ένας ξενηστικωμένος μπορεί όντως να καταλήξει και φυματικός / φθισικός και πιο λαϊκά χτικιάρης. Χτικιό είναι το 'κακό πνεύμα της αρρώστιας' πριν αναγνωρισθεί η πραγματική αιτία της φυματίωσης.
Η φυματίωση λεγόταν και φθίσις (ως επίσημος ιατρικός όρος) εξ ου και τα σανατόρια ή φθισιατρεία.
Ευχαριστώ τον Bubis για την πληροφορία περί σέρβων στην Κέρκυρα και τον HODJAS για την πληροφορία περί των επιζώντων χαμινιών του 40. Αγνοούσα και τα δυο.

#23
Μιτζνούρ

στο γομάρι

Ο Αυτοκτονημένος λέει ότι στην Καρδίτσα υπάρχει και Γουμαροπνίχτης ποταμός /ρέμα.

Δεν αποκλείεται να είναι έτσι, αλλά Γομαροπνίχτης λεγόταν κοινώς και ο αρχαίος Εχέδωρος της Μακεδονίας, ο μετέπειτα (από ρωμαιοκρατίας) και μέχρι σήμερα Γαλλικός ποταμός της Μακεδονίας, εξ αιτίας των ξαφνικών πλημμυρών του. Γαλλικός ονομάστηκε από την κοντά σε αυτόν ρωμαϊκή αποικία Callicum = λεπτό κόσκινο, με το οποίο κοσκίνιζαν την άμμο και απομόνωναν χρυσόσκονη. Τουτ' έστιν... ο νυν Γουμαροπνίχτης υπήρξε ο ελληνικός Πακτωλός.

#24
Μιτζνούρ

στο γομαροδουλειά

Νομίζω ότι πρέπει με κάποιο τρόπο να το κάνεις link με το γομάρι, και το γομάρι με τη γομαροδουλειά εφόσον σχετίζεται.
Επίσης, και ο Γομαροπνίχτης (Γαλλικός ποταμός)

#25
Μιτζνούρ

στο γομάρι

Όντως μου διέφυγε η σημασία όπως την έδωσε η Ironick.

Βεβαίως το 'φορτίο που κουβαλάει ο γάιδαρος', π.χ. δυο γομάρια ξύλα, είναι κατά συνεκδοχή, όπως λέμε 'δυο φορτηγά πέτρες, τρία σακκιά πατάτες, δυο τενεκέδες λάδι, ένας κουβάς νερό. Αν ορίσεις το φορτηγό, αναφέρεσαι συνεκδοχικά στο φορτίο του. Λεώνικος