Ἐξαιρετικὸ τὸ λῆμμα ποὺ "ἀνέσυρες", Σούλτω! Ὁρισμὸς σχόλια, τὰ πάντα ὅλα σοῦπερ!
Παράκληση: Κάποιος λατινομαθὴς ἄς μεταφράσει τὰ σχόλια Χότζα καὶ johnblack, γιατὶ ἡ μετάφραση τοῦ google εἶναι τρία π'λιὰ κι ἕνα τσόν'.
Ὁ άναρχοσυνδικαλισμὸς ὑπῆρξε κατὰ τὸ παρελθὸν, ἱδιαίτερα μέχρι τὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πολὺ σημαντικὸ κομμάτι τοῦ παγκόσμιου ἐργατικοῦ κινήματος. Οἱ ἀναρχοσοσιαλιστὲς ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς κυριώτερες ἐργατικὲς δυνάμεις τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰώνα καὶ ἔπαιξαν πολὺ σημαντικὸ ρὸλο στὸν Ἰσπανικὸ ἐμφύλιο, ιδιαίτερα στὴν περιοχὴ τῆς Καταλωνίας. Κεντρικὴ φυσιογνωμία υπῆρξε ὁ Buenaventura Durruti. Στὴ διάρκεια τοῦ Ἰσπανικοῦ ἐμφυλίου ὑπῆρξαν σφοδρὲς συγκροὺσεις μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ Ἰσπανικοῦ ΚΚ, ποὺ περιγράφονται στὸ βιβλιο Πεθαίνοντας στὴν Καταλωνία, τοῦ George Orwell καθὼς καὶ στὴν ταινία Land and Freedom (Γῆ καὶ ἐλευθερία) τοῦ Ken Loach.
@Bender Ὅσον αφορᾶ στὴν ντατούρα δὲν εἶμαι γνώστης τοῦ θέματος σὲ βάθος. Πιθανὸν νὰ ἔχεις δίκιο.
Γιὰ τὸ ντουμπλὲ δὲς καὶ τὸ προηγοὺμενο σχόλιό μου, ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ τὸ δικὸ σου.
Κάτι ἀντίστοιχο συμβαίνει στὰ τούρκικα, ὅπου κάποιοι σύνδεσμοι (π.χ. τὸ için=γιὰ) μπαίνουν στὸ τέλος (onun için=αὐτὸ γιὰ). Βέβαια, γιὰ νὰ πορτοκαλίσουμε λιγάκι, ἐκτὸς ὰπὸ τὸ γὰρ, ὑπάρχει καὶ τὸ τιμῆς ἕνεκεν.
@ Khan. Σχετικὰ μὲ τὸ "κάθε είδους αργιλέ με διαμάντι όλο ντουμπλέ", μετὰ ἀπὸ σχετικὸ ψάξιμο βρῆκα κάποια σχόλια ἐδῶ κι ἐδῶ, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι, στὴν προκειμένη περίπτωση, ντουμπλὲ σημαίνει ἐπενδεδυμένο, δηλαδὴ ὁ μάγκας δὲ ζητάει πολλὰ, μοναχὰ ἕναν ἀργιλὲ σκεπασμένο μὲ διαμάντια!
@ Khan. Σχετικὰ μὲ τὸ "κάθε είδους αργιλέ με διαμάντι όλο ντουμπλέ", μετὰ ἀπὸ σχετικὸ ψάξιμο βρῆκα κάποια σχόλια ἐδῶ κι ἐδῶ, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι στὴν προκειμένη περίπτωση ντουμπλὲ σημαίνει ἐπενδεδυμένο, δηλαδὴ ὁ μάγκας δὲ ζητάει πολλὰ, μοναχὰ ἕναν ἀργιλὲ σκεπασμένο μὲ διαμάντια!
Ἡ κωλοπετούρα γουγλίζεται ἀρκετὰ καὶ προφανῶς ἔχει πανελλαδικὴ ἐμβέλεια.
Πάντως ὁ Στεφάκιας (ἐδῶ, ἐδῶ κι ἐδῶ), ὅπως καὶ ἄλλοι ψαράδες τῆς Κύθνου, τὴν ἔλεγε κωλοπετόνιο.
Τὴ σούρντιση τὴ λέμε καὶ στὴν Κύθνο. Ἀπὸ μιὰ ματιὰ στὸ γούγλη βρῆκα:
Στον Κόμη (1995)βρίσκουμε λημματογραφημένη τη λέξη σούρντιση διάρροια’. Η σούρντιση ή σούρδιση έχει κι αντίστοιχο ρήμα σουρδίζω / σουρντίζω ‘παθαίνω διάρροια’. Ρήμα και ουσιαστικό έχουν πανελλήνια εξάπλωση σύμφωνα με το αρχείο του ΚΕΝΔΙ . Ο Πάγκαλος (1994-2003) ετυμολογεί το ρήμα σουρδίζω της Α. Κρήτης από το γαλλικό sourdre ‘αναβλύζω’. Αφενός η μεγάλη γεωγραφική διάδοση του τύπου από τις Κυκλάδες (Σύρο, Πάρο, Μήλο, Άνδρο) , τη Στερεά Ελλάδα, τη Σκύρο, μέχρι την Κω και τη Βιθυνία, αφετέρου η μη ικανοποίηση του φωνολογικού και μορφολογικού και σημασιολογικού κριτηρίου, μας έκανε να αμφισβητ ήσουμε την πρόταση περί γαλλικού δανείου και να στραφούμε προς την αναζήτηση άλλης πηγής δανεισμού, πιο συγκεκριμένα στην τουρκική γλώσσα. Αναζητώντας τη λέξη στο διαδίκτυο, βρήκαμε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο στο οποίο δίνεται η πληροφορία ότι η σούρδιση σημαίνει και ‘πορδή’. Όντως στην τουρκική υπάρχει ρήμα osurmak ‘πέρδομαι’ από το οποίο παρήχθη το διαλεκτικό ρήμα. Από το αοριστικό θέμα osurdu + παραγωγικό επίθημα -ίζω και με σίγηση του άτονου αρκτικού /ο/ σχηματίστηκε αρχικώς το ρήμα σουρδίζω , που απέκτησε τη διευρυμένη σημασία ‘παθαίνω ιάρροια’ και κατόπιν από αυτό σχηματίστηκε και το ουσιαστικό σούρδιση. ἐδῶ
τὰ σπάει τὸ ἆσθμα!
Δηλαδὴ ἔφτασε ἡ ΤΑΠΑ!
Ρίχνοντας μιὰ ματιὰ στὸ γούγλη βρῆκα :
Νταμίρα = το φυτό Datura stramonium ή αλλιώς Τάτουλας που είναι πλούσιο σε αλκαλοειδείς ουσίες και ατροπίνη και χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο του χασισιού ἐδῶ.
Ἐπίσης βρῆκα καὶ αὐτὸν ἐδῶ τὸν ὁρισμὸ ποὺ δὲν ἐμφανίζεται στοὺς ἐναλλακτικοὺς ὁρισμοὺς τοῦ slang.gr. Tὸ φαινόμενο μὲ τοὺς "χαμένους" ὁρισμοὺς ἔχει ἐμφανιστεῖ κι ἄλλες φορὲς (π.χ. σχόλια στὸ λέσι). Ἄς ρίξουν μιὰ ματιὰ οἱ ἁρμόδιοι.
Τέλος, ἐπειδὴ τὸ νταμὶρ μοῦ 'μοιαζε τουρκομερίτικο, ἀπὸ μιὰ μικρὴ ἔρευνα στὰ λεξικὰ βρῆκα ὅτι damır, στὰ παλιὰ, τὰ ὀθωμανικὰ τούρκικα, σήμαινε λεπτὸς. ἐδῶ . Πάντως ὑπάρχει ἀκόμη ὡς μικρὸ ὄνομα στὴ Βοσνία. Θυμᾶμαι τὸ Νταμὶρ Μουλαομέροβιτς, παλιὸ μπασκετμπωλίστα ποὺ ἔπαιξε σὲ ἀρκετὲς ἑλληνικὲς ὁμάδες. Κάτι ἀντίστοιχο μὲ τὸ ἐγγλεζικο ὄνομα Slim ἤ τὸ ἰσπανικὸ Delgado.
Τὸ θαυμάσιο ρεμπέτικο "Ἡ Πειραιώτισσα" τοῦ Γιάννη Παπαϊωάννου σὲ στίχους Κώστα Μάνεση εἶχε (κι αὐτὸ) τὴν περιπέτειὰ του μὲ τὴ λογοκρισία, ὄχι γιὰ ἀναφορὰ σὲ οὐσίες, ὅπως ἦταν συνηθισμένο στὰ προπολεμικὰ ρεμπέτικα, ἀλλὰ γιὰ πολιτικοὺς λὸγους.
Συγκεκριμένα ἡ πρώτη στροφὴ τοῦ τραγουδιοῦ ἀρχικὰ ἦταν:
Ἀπ' τὴν ὥρα στὸ λιμάνι ποὺ σὲ μπάνισα
στὴν καρδιά μου ἔχεις γίνει καπετάνισσα
Τὸ τραγοῦδι φωνογραφήθηκε στὴ περίοδο τοῦ ἐμφυλίου καὶ ἡ λέξη καπετάνισσα θεωρήθηκε ἀπαράδεκτη ἀπὸ τὴ λογοκρισία, ὡς παραπέμπουσα σὲ "ἄλλες" καταστάσεις καὶ γι'αυτὸ ὁ δεύτερος στίχος ἔγινε:
τὴν καρδούλα μου, κυρὰ μου, τὴν ἀφάνισα
Ξεχάσαμε τὸ μανοῦρι : μανὸς τυρὸς. Ἐξ αὐτοῦ ὁρμώμενος βρῆκα ἐδῶ :
μανός < αρχαία ελληνική μανός :
1.οκνηρός, χαλαρός, μαλθακός, χαύνος
2.αραιός
3.(κυπριακή διάλεκτος) ο φελλός από την δρυ
Τὶ λένε οἱ εἰδικοὶ γι' αὐτὰ;
Γιὰ πολλοστὴ φορὰ μαθαίνω κάτι καινούργιο ἀπὸ κάτι ποὺ νόμιζα πὼς ἤξερα. Γνώριζα τη λέξη manure (κοπριὰ) στὰ ἐγγλέζικα, ἀλλὰ μόλις τώρα, ἀπὸ τὰ σχόλια ποὺ προηγήθηκαν, συνειδητοποίησα ὅτι ἡ κοπριὰ, ἡ μανούβρα καὶ ἡ μανοὺρα ἔχουν τὴν ἴδια ρίζα: τὸ ἐργόχειρο (λατ. manus+opera).
Ἐπ' ευκαιρίᾳ θυμήθηκα καὶ τὴν ἔκφραση τοῦ Τσιφόρου μανουβρὰζ, ποὺ σημαίνει αὐτὸ ποὺ λέμε στὰ ἑλληνικὰ management. Ἄν θυμᾶμαι καλὰ ὑπάρχει στὰ "Παιδιὰ τῆς Πιάτσας" σχετικὸ διήγημα.
Πολὺ ὡραῖο τὸ ἀπόσπασμα τοῦ παραμυθιοῦ ποὺ μᾶς ἔδωσες Βαρβαρόσα μου καὶ ἡ εἰκόνα τῆς πληθωρικῆς γυναίκας ποὺ πανίζει καὶ φουρνίζει μὲ τὰ βυζιὰ της ξυπνᾶ μνῆμες παιδικὲς στὸ ὑποσυνείδητο. Ἐν τούτοις πιστεύω ὅτι ἡ λέξη ἕχει ἀστικὴ προέλευση καὶ συγκεκριμενα ἀπὸ τὸ λεξιλόγιο τῆς "μαγκιᾶς", γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Τσιφόρο ποὺ προανέφερα, τὴν ἔχω ἀκούσει κι ἀπὸ παλιοὺς πειραιῶτες ποὺ μιλοῦσαν τὰ μάγκικα φυσικὰ, μιᾶς καὶ εἶχαν μεγαλώσει σ' αὐτὸ τὸ περιβάλλον.
Ἐπίσης χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἔννοια: κακὸ, ἄτεχνο ποδόσφαιρο
Κύπελλο Γαλλίας: Στόχος της να σταματήσει το ξυλίκι. Ο Γκαλτιέ ζητάει από τους παίκτες του να παίξουν επιτέλους καλό ποδόσφαιρο. ἐδῶ
Τὸ ἔλα μωρὴ... τὸ πρωτοάκουσα πρὶν ἀπὸ καμιὰ πενηνταριὰ χρόνια στοῦ Καραϊσκάκη ἀπὸ τὸ μπαρμπα-Νικόλα τὸν πασατεμπὰ ποὺ φώναζε:
Ἔλα μωρὴ τρελὴ Μποτὶνα!
γιὰ τὸν ὑπέροχο Βασίλη Μποτῖνο, τὸν ἔξω ἀριστερὰ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Νομίζω (χωρὶς νὰ εἶμαι ἀπόλυτα σίγουρος) ὅτι ὁ ἴδιος (ὁ μπαρμπα-Νικόλας) εῑχε βγὰλει καὶ τὸ θρυλικὸ:"ἔμπαινε Γιοῦτσο" δὲς γιούτσος. Ἐπίσης ἐδῶ κι ἐδῶ.
Ἡ σωστὴ γραφὴ εἶναι şarap καὶ şarabi, ἀντιστοίχως μὲ τὸ παχὺ ş (αὐτὸ μὲ τὸ τσουτσουνάκι ἀπὸ κάτω). Προφέρεται ὅπως τὸ ἀγγλικὸ sh. Τώρα ὅσον ἀφορᾶ στὴν οὐσία τοῦ θέματος εἰκάζω (χωρὶς νὰ ἔχω καμιὰ σχὲση μὲ τὰ καπνὰ, πλὴν αὐτῆς τοῦ παλιοῦ καπνιστῆ) ὅτι τὰ κατωτέρας ποιότητος καπνὰ εἶναι πιὸ σκουρόχρωμα (πρὸς τὸ χρῶμα τοῦ κρασιοῦ ἴσως;), εξ οὗ καὶ ἡ ὀνομασία. Ὅποιος τυχὸν γνωρίζει ἄς μᾶς βοηθήσει.
Μοῦ 'χει συμβεῖ καὶ σὲ διπλὸ ψάξιμο (λῆμμα καὶ ὁρισμὸς). Πιὸ ἀποτελεσματικὸ (καὶ πιὸ εὔκολο) ἔχω βρεῖ τὸ ψάξιμο ἀπὸ τὰ σχόλια: Μπαίνω σ'ἕνα τυχαῖο λῆμμα, πατάω νέο σχόλιο, μπαίνω στὴν παραπομπὴ ὁρισμοῦ καὶ ἀρχίζω νὰ πληκτρολογῶ, ὁπότε μοῦ βγάζει ὅλα τὰ συναφῆ.
Πάντως sarap στὰ τούρκικα θὰ πεῖ κρασὶ καὶ sarabi τὸ χρῶμα τοῦ κόκκινου κρασιοῦ (wine red) ἐδῶ (μπορντοροδοκοκκινοκανελοκοραλὶ Μοιραρακιστὶ).
Μοῦ' χει συμβεῖ καὶ μὲνα. Κάποιες φορὲς ψάχνοντας κάτι στὴν ἀναζήτηση τοῦ slang.gr δὲ μοῦ δείχνει τίποτα, ἐνῶ ἀμέσως μετὰ ψάχνοντας ἀκριβῶς τὸ ἴδιο στὸ google μὲ παραπέμπει στὸ slang.gr!
Με γάντζους στο κατάστρωμε πήδησαν οι Μαλαίσιοι
και μαλακά τον θέσανε σε μια σκοινένια μπράντα.
Του χάιδευε τα δάχτυλα μια μαύρη, η Τζακαράντα,
και μια γριά μαστόρισσα που βρώμαγε σα λέσι.
Νῖκος Καββαδίας Cocos Islands
Πάντως ὁρισμὸς μὲ τὸ ἴδιο νόημα ὑπῆρχε ἐδῶ.
Μὲ τὴν εὐκαιρία θυμήθηκα ἕνα παλιὸ σύνθημα τῶν ἀναρχικῶν ἀπὸ τὴ μεταπολὶτευση:
Καλύτερα μιᾶς ὥρας σκλαβιὰ καὶ φυλακὴ
παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιά καὶ φυλακὴ!
Τότε εἶχαν χιοῦμορ.
Μήπως εἶναι ἀνηψιὰ τοῦ μακαρίτη τοῦ Κατραμπανέλjη;
Ἐδῶ: kaynar teriminin Türkçe İngilizce sözlükte anlamı
ἐπιβεβαιώνονται τόσο ἡ ἐτυμολογία ἀπὸ Keyser Soze (σχόλιο#3): τουρκ. kaynar=βραστὸς (μετάφραση #1. boiling), ὅσο καὶ ἀπὸ BuBis (σχόλιο #5): "στα τούρκικα slang πάντως σημαίνει χασίσι." (μετάφραση #5. slang hash, hashish).
Συνοψίζοντας ἡ ἐτυμολογία εἶναι:
καϊνάρι<τουρκ. slang kaynar=χασὶς< τουρκ. κοιν. kaynar=βραστὸς