Το πιτσιρίκι, το μικρό παιδί, αυτός που φέρεται σαν μικρό παιδί, το σκανταλιάρικο, το ναζιάρικο. Χαϊδευτική αλλά και ελαφρώς ειρωνική η χρήση της από μπαμπάδες, μαμάδες και λοιπούς συγγενείς...

Παρόλο το προφανές, δηλαδή σύντμηση του «πιτσιρίκου», μάλλον ο πιτσιρίκος γεννιέται από αυτή!

Picka στα σλαβικά είναι το αιδοίο (Putka στα Βουλγάρικα, piçkë στα Αλβανικά) και η πιο χαρακτηριστική ίσως βρισιά των Σέρβων αλλά και Σλαβομακεδόνων είναι το pičku materno ή pičku mater δηλαδή της μανούλας σου το μουνί (τι πρωτοτυπία θα μου πείτε)!

Άρα, το πίτσκο με μια γερή δόση Ελληνικής ιδιοφυΐας, είναι το μουνάκι -> το γέννημα της μήτρας / μητρός -> το τέκνο -> το παιδάκι!

Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά μέχρι σήμερα, στην Μακεδονία κατά κόρον, όπου γενικά απαντώνται πολλές σλάβικες λέξεις στο καθημερινό λεξιλόγιο.

Συνιστάται επίσης εάν επισκεφτείτε τις γείτονες μας χώρες να περιορίσετε την χρήση της στα απολύτως βασικά για αποφυγή παρεξηγήσεων, και αυτή την φορά δεν θα είναι πολιτικές! Όπως και προσέχετε πως παραγγέλνετε πίτσα...

Ακούσια ασίστ: vikar

  1. Έλα δω βρε πίτσκο! Πού πας και κρύβεσαι βρε! Χάιντε μπρε, γρήγορα, το γάλα σου κρυώνει!

  2. – Είσαι ένα πίτσκο εσύ! Καλά πώς τον κατάφερες και θα πάτε διακοπές στην Αρχίδα;
    – Οχρίδα την λένε Μένια μου, Οχρίδα.

  3. – Όλα πήγαιναν καλά με την Ντραγκίτσα, αλλά κάποια στιγμή πάνω στο παιχνίδι στο μπαρ, όταν άρχισα να τις λέω πίτσκο μου και είσαι ένα πίτσκο εσύ, κλπ, με μπούφλισε και την έκανε...
    – Μήπως της είπες να πάτε και για καμιά πίτσα μετά;
    – Ναι, ναι, μάγος είσαι ;

Marino Marini "Guaglione" (από HODJAS, 05/03/12)

βλ. και πιτσιρής

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Σωστόοοος... Νόμιζα μιά ζωή οτι προέρχεται απο τον τύπο πίτσικος, κι' αυτό, όντως, απο το πιτσιρίκος. Νά 'σαι καλά μεγάλε...

#2
Hank

Την έχω πάθει πολλές φορές παραγγέλνοντας πίτσα στην Σερβία. Το ένστικτό μου λέει ότι είναι ίδια ρίζα με το αγγλικό to piss, τώρα για το κυπριακό πούττος δεν ξέρω.

#3
Vrastaman

Walking on the beaches looking at the pičkes για να παραφράσω το άσμα των Stranglers που γνωρίζουν οι παλαιότεροι...

#4
BuBis

Με την μικρή αρμένικη ρίζα που έχω, θαρρώ ότι εκεί λέγεται πουτς... και υπάρχουν πολλοί Αρμεναίοι στην Τζύπρον.

Αλλά και θυμάμαι του παλιούς, όταν ήθελαν να πουν μουνάκι, αλλά ως ανατομικό μέλος, π.χ. όταν η μάνα μου άλλαζε πάνες στην αδρεφή μου, το έλεγαν πουτάκι...

#5
BuBis

@ vrastaman, τι μου θύμισες... αν και το peach στην αγγλικανική slang σημαίνει και μνάκι!

@ hank, το piss είναι removed από το Μεσο-αγγλικό pissen, από το παλαιο-γαλλικό pissier, από το Λατινικό pissire. Θεωρείτε δε ότι είναι ονοματοποιεία από τον ήχο που παράγεται κατά την ούρηση... Άρα, 1+1=2 (ή ένα μεγάλο 1), και το μουνί κατουράει!

#6
Hank

Μεγάλη ετυμολογική διαπλοκή. Πρέπει να γίνει καμιά μελέτη, όπως έκανε ο Βράστα για την πούτσα.

#7
BuBis

Είμαι πάντα στην διάθεση σας για να κάνω μια μελέτη της πούτσας για το πίτσκο και άλλα συναφή ανατομικά μέλη.

#8
deinosavros

BuBis : Υπάρχει η γνωστή άποψη οτι το μουνί προέρχεται από το βενετσιάνικο mona. Οι Βενετσιάνοι έλεγαν επίσης pota, το οποίο αν δεν κάνω λάθος ήταν η αργκοτική λέξη για το εν λόγω σιροπιαστό. Μπορεί λοιπόν να συνδέεται με το πουτάκι που αναφέρεις.

#9
HODJAS

Στα νναπολετάνικα piccerí' είναι το μικρό παιδί. Οι παλιότεροι, έλεγαν το πιτσιρίκι/πιτσιρικά και «πιτσιρή».

#10
deinosavros

Σωστός Χότζα. Αν έχεις δει το Σινεμά ο Παράδεισος, κάπου αναφέρεται και ο πιτσιρίκος.

#11
Khan

Για το πιτσιρίκος ο μικρός Τριανταφυλλένιος δίνει αυτό, ενώ ο Μπάμπης < ιταλ. piccirillo = μικρό παιδί, μωρό, υποκοριστικό του picciolo < picciolino (υποχωρητικώς) < piccinino (με ανομοίωση) < μεταγενέστερο λατινικό **pitzinuinus* < λατινικό της παιδικής γλώσσας pissinus / pitinus.

#12
Khan

Για pička - pizda εδώ.

#13
Khan

Υ.Γ. Επίσης, νομίζω ότι η σύνδεση είναι περισσότερο ότι το πίτσκο δεν είναι άντρας, είναι «μουνάκι», κάτι σαν άμαχος πληθυσμός, γυναικόπαιδο, δεν υπολογίζεται ως μαχίμι σε έναν καυγά, μια μανούρα, μια μάχη.

Πάντως πολύ ωραία η έκφραση, μας συνδέει βιωματικά με τους βόρειους γείτονές μας.

#14
iron

βλ. και πιτσιρής

#15
Zazula

Η λ. πίτσικος προέρχεται ετυμολογικώς από τo پیچ /πιτς/ τής οθωμανικής τουρκικής, το οποίο είναι piç στη σύγχρονη τουρκική κι είχε ως αρχική σημασία την έννοια «νόθος, μπάσταρδος» — εξ ου αυτή ήταν και η σημασία με την οποία εισήχθη η λέξη (με το παραγωγικό τέρμα -ικος) στην ελληνική. Στη συνέχεια υπήρξε σημασιακή επέκταση και μετατόπιση, κι έτσι έχουμε αφενός μια σημασία υποτιμητικά/μειωτικά για κάποιον που τον θεωρούμε ανάξιο λόγου, κι αφετέρου για κάποιο μικρό παιδί που εξίσου περιφρονητικά θα το έλεγε κανείς μούλικο, μαλακισμένο κ.τ.π. Ο παράλληλος τύπος πίτσκο με σίγαση του δεύτερου /ι/. Ετυμολογική προέλευση (μέσω ενδιάμεσων γλωσσών της αντίστοιχης οικογένειας, εννοείται) από το πρωτοσλαβικό pīzdà ή το πρωτοαλβανικό pizda δεν τεκμαίρεται.