Ο άνθρωπος που ερωτοτροπεί σαχλά, δηλαδή, πολύ απλά, αυτός που σαλιαρίζει ή κατά μια άλλη έννοια ο απένταρος, ο διακονιάρης, ο οποίος ονειρεύεται να κάνει μεγάλη ζωή (και του τρέχουν τα σάλια).

  1. -Ρε σαλιάρη, σε έχει πάρει χαμπάρι η γκόμενα και γελάει με τη πάρτη σου...

  2. - Ρε σαλιάρη; Στο Armani πήγες να ψωνίσεις κουστούμι; Εσένα βρωμάνε τα χνώτα σου απ'τη πείνα...
    - Όχι ρε μαλάκα, από τα Glou το πήρα, αν έμπαινα στου Armani, θα σφουγγαρίζανε τρείς μέρες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
johnblack

Γενικά ο γλοιώδης τύπος, με σιχαμερή (δουλοπρεπή) προς ανωτέρους (ή γκόμενες) συμπεριφορά.