Επιπροσθέτως του τζονμπλάκειου ορισμού, τουρίστας είναι και αυτός που προσποιείται τον άσχετο, τον από χωριό, που κάνει τον Γερμανό. Το δηλώνει δε ευθαρσώς κι έτσι βγάζει από τη δύσκολη θέση τον εαυτό του, όταν καλείται να πει τη γνώμη του για ένα φλέγον ζήτημα, ή όταν του ζητάνε τη βοήθειά του.

  1. - Εσύ που ξέρεις, για πες μου, αυτό πώς το συναρμολογούμε;
    - Α, ιδέα, εγώ είμαι τουρίστας, δεν ξέρω απ' αυτά.

  2. - Εσύ δεν μιλάς, ε; Ποια η γνώμη του για το θέμα του Αγίου Παντελεήμονα λοιπόν;
    - Τουρίστας, μη με μπλέκετε σε αυτά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία