Επιπροσθέτως του τζονμπλάκειου ορισμού, τουρίστας είναι και αυτός που προσποιείται τον άσχετο, τον από χωριό, που κάνει τον Γερμανό. Το δηλώνει δε ευθαρσώς κι έτσι βγάζει από τη δύσκολη θέση τον εαυτό του, όταν καλείται να πει τη γνώμη του για ένα φλέγον ζήτημα, ή όταν του ζητάνε τη βοήθειά του.

  1. - Εσύ που ξέρεις, για πες μου, αυτό πώς το συναρμολογούμε;
    - Α, ιδέα, εγώ είμαι τουρίστας, δεν ξέρω απ' αυτά.

  2. - Εσύ δεν μιλάς, ε; Ποια η γνώμη του για το θέμα του Αγίου Παντελεήμονα λοιπόν;
    - Τουρίστας, μη με μπλέκετε σε αυτά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός προσώπου, κατά κανόνα μειωτικός, απαξιωτικός, ειρωνικός και χλευαστικός.

Τουρίστας είναι ο αργόσχολος, ξυσαρχίδης, αυτός που ψωλάρει, αυτός που έχει της ψωλής του το χαβά, ο αθκειασερός (στα κυπριακά αυτός που αδειάζει, δλδ δεν έχει δουλειά).

Όχι όμως οποιοσδήποτε αργόσχολος και ξυσαρχίδης. Ο τουρίστας νοείται πάντα αναφορικά με ένα συγκεκριμένο μέρος, συνήθως κάποιο χώρο εργασίας. Παρευρίσκεται εντός του χώρου αυτού, όχι όμως για να εκπληρώσει τα εργασιακά του καθήκοντα. Δεν συμμετέχει ενεργά και με ζήλο στο εργασιακό γίγνεσθαι. Είναι αντιπαραγωγικός, χωρίς να φθάνει έως το σημείο να γίνεται σαμποτέρ. Διότι πολύ απλά στ' αρχίδια του. Ενδεχομένως εκτελεί τις προβλεπόμενες υποχρεώσεις του, με τρόπο όμως τελείως μηχανιστικό, χωρίς να νιώθει Χριστό.

Τουρίστες θα δεις πολλούς να «απασχολούνται» σε δημόσιες υπηρεσίες. Μιλάνε με τις ώρες στο κινητό με το βασανάκι τους, αράζουν με την καφεδούμπα και (μέχρις εσχάτως) την τσιγαρούμπα τους, πάνε καμιά βόλτα στα μαγαζιά όταν βαρεθούν απ' το καθισιό και γενικά εννιά έχει ο μήνας.

Το τουριστικό φαινόμενο παρατηρείται κατά κόρον και στα στρατόπεδα, όπου ιδίως οι παλιοί, που πρόκειται να πάρουν απολυτήριο, απέχουν πλέον από οποιαδήποτε δουλειά και το μόνο που κάνουν είναι απλά να υφίστανται, σαν τα φυτά ένα πράμα..
Πρόκειται κατ' ουσίαν για πουθενάδες (αν και η τελευταία είναι ευρύτερη έννοια, περιλαμβάνει και περιπτώσεις βύσματος κλπ)

Τουρίστες λέγονται ακόμη και μαθητές / φοιτητές που εμφανίζονται στα μαθήματα όποτε τους καυλώσει, στη χάση και στη φέξη. Συνήθως ανεβαίνουν μέχρι τη σχολή μόνο για να πιουν καφέ και να χαβαλεδιάσουν με τους φίλους τους. Όταν καμιά φορά δεήσουν και μπουν στην παράδοση - δίκην αλεξιπτωτιστών - αδυνατούν να παρακολουθήσουν. Είναι βαθιά νυχτωμένοι περί του αντικειμένου και περιορίζονται στο να οχλαγωγούν και να καλαμπουρίζουν στα ορεινά έδρανα. Ίσως ανοίξουν και καμιά αθλητική / στοιχηματζίδικη εφημερίδα για να περάσει η ώρα. Τους φοιτητές τουρίστες ενδιαφέρει πρωτίστως η κοινωνικοποίηση (socializing). Μετάφραση: να χτυπήσουν καμιά γκόμενα...

  1. Τουρίστες απαντώνται και στον ιδιωτικό τομέα. Γνωστός του γράφοντος δουλεύει στο σ/μ του Βασιλόπουλου στο Φάρο Ψυχικού, με τετράωρο ωράριο. Επανειλημμένα είχε ζητήσει από το διευθυντή να τον κάνει οχτάωρο, γιατί δεν έβγαινε οικονομικά. Επειδή ο διευθυντής τον έγραφε, ο δικός μου αποφάσισε να γίνει τουρίστας, διαμαρτυρόμενος για τη συμπεριφορά αυτή. Δούλευε δλδ σε ρυθμούς ρελαντί, χαλαρουίτα. Ο διευθυντής εξοργισμένος τον κάλεσε να υπογράψει την παραίτησή του. «Είσαι μαλάκας άνθρωπέ μου που θα παραιτηθώ; Αν δε γουστάρεις, απόλυσέ με, και στάξε μου την αποζημίωση..» Και η απάντηση του διευθυντή: «καλά, συνέχισε να έρχεσαι για δουλειά, δεν είπαμε και τίποτα..»

  2. - Έχεις σημειώσεις για Νεοελληνική Φιλολογία ΙΙΙ;
    - Όχι, αλλά νομίζω θα βρω απ' το Μάκη. Μου 'χει πει πως παρακολουθεί.
    - Καλά, τώρα ψώνισες από σβέρκο.. Ο άνθρωπος είναι τουρίστας, παντελώς άσχετος με το άθλημα.. Πάει μόνο για να βρει καμιά γκόμενα..

  3. Τουρίστας είναι (στα ομαδικά αθλήματα) ο παίχτης που δεν υπάρχει μες το γήπεδο, απλά σέρνει τα πόδια του πάνω κάτω χωρίς να προσφέρει τίποτα. Τέτοιοι τουρίστες είναι ενίοτε χαρισματικοί παίχτες, που όμως την έχουν δει ντίβες και άρα απαξιούν να ασχοληθούν με το ματς όταν δε βρίσκονται σε φάση...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία