Από το UFO (ελληνιστί: ΑΤΙΑ). Ο βλάκας λόγω αφηρημάδας, τόσο που λες πως δεν ανήκει στον γήινο και ανθρώπινο κόσμο.

Πληθ.: ούφα. Υπερθετικός: ουφάρα, ουφάκλα.

Είσαι μεγάλη ουφάρα! Πότε θα πάψεις να χαιρετάς αγνώστους στον δρόμο νομίζοντας ότι είναι γνωστοί;...

(από patsis, 06/03/11)

Βλ. και ούφο με σκούφο - και με φλογέρα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Cunning Linguist

Ωραίο και το θηλυκό η ουφίτα!

#2
Vrastaman

Ο επιστημονικός προσδιορισμός είναι ιπτάμενη δισκοπάθεια.

#3
HODJAS

flying saucer aunt...

#4
patsis

Μην είστε σκληροί με τα ούφο, σύντροφοι είναι κι αυτοί, δεν είναι ζώα...