Λέξη των καλιαρντών από το πιάνω και μια ψευδογαλλική κατάληξη, σημαίνει το «χάδι στα γεννητικά όργανα» κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, το χούφτωμα, το χαμούρεμα, το φάσωμα. Φαίνεται ότι είχε διαδοθεί και εκτός καλιαρντού πλαισίου, βλ. και το πιασμάν, που σημαίνει και τον πιασμένο, τον δωροδοκημένο, σύμφωνα με τον ορισμό του notheitis.

  1. Τα μπουτ πιασμαντέ όλο πάθος και αλληλοκαυλοσίχαμα και δώστου φλόκια και σαρμελοζούμια. (Διακοπές στο Τζιναβονήσι)

  2. - Μαζεύτηκες; Από πότε έχεις γκόμενο;
    - Τι είναι αυτά που λες; Δεν ντρέπεσαι;
    - Εγώ να ντραπώ; Εσύ ξεπορτίζεις κάθε βράδυ!
    - Ξεπορτίζω; Στο γραφείο τρέχω! Σε επαγγελματικά ραντεβού. Για το εργοστάσιο ξενυχτάω. Έχω απανωτά μήτινγκ.
    - Αυτά τα μήτινγκ στις μέρες μας τα λέγαμε πιασμαντέ.
    - Σε παρακαλώ πολύ, δεν σου επ...
    - Σε μένα τα πουλάς αυτά! (Ο μαγκίτης παππούστης εδώ στο 2.10)

Στο 2.10. (από Khan, 12/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε