Το νησί της Ρόδου. Επίσης και Τσαμπικάιλαντ, Τσαμπικία.
- Στο Τσαμπικονήσι με στείλανε μετάθεση, μόνο με αεροπλάνα και βαπόρια θα ανεβαίνω πια Αθήνα!
Το νησί της Ρόδου. Επίσης και Τσαμπικάιλαντ, Τσαμπικία.
- Στο Τσαμπικονήσι με στείλανε μετάθεση, μόνο με αεροπλάνα και βαπόρια θα ανεβαίνω πια Αθήνα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το κουνούπι της Ρόδου, όπως το αποκαλούν οι εκεί υπηρετούντες φαντάροι. (βλ. Τσαμπικία και τσαμπικονήσι).
- Με έχουν ρημάξει τα τσαμπικόπτερα όλο το καλοκαίρι!
Βλ. και γκατζολόπτερο, μποχαλόπτερο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χαρακτηρισμός γυναίκας που η γνωριμία μαζί της έγινε μέσω του chat.
(Συνήθως πρόκειται για νεαρή κοπέλα, γι' αυτό και ο προσδιορισμός -άκι. Δεν λέμε ποτέ τσαταλάκι μια 30άρα ή 40άρα.)
- Πού την πέτυχες την πιτσιρίκα;
- Η γκόμενα είναι τσαταλάκι χθεσινοβραδινό!
- Πώς τα πάτε με το τσαταλάκι;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Παραλλαγή της λέξης τσιγάρο. Εναλλακτικά αναφέρεται ως υποτιθέμενο φυτό που παράγει ως καρπούς τσιγάρα (χρησιμοποιείται για να κάνει κάποιος τράκα με χιούμορ).
Κάνουμε μια τελευταία τσιγαριά και πάμε για ύπνο.
Ανέβα ρε στην τσιγαριά και πιάσε μου ένα τσιγάρο!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άνδρες, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Σταμάτα ρε φιλάκια να μου γλείφεις τα μάγουλα κάθε φορά που με βλέπεις!
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο φυλακιοφύλακας, εκ του Φ.Φ. (=Φύλαξ Φυλακίου). Ο σκοπός της κεντρικής εισόδου του φυλακίου - συνήθως είναι ο μόνος σκοπός.
Ποιος είναι σήμερα φίφης ρε μάγκες;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το μάζεμα των φύλλων από φαντάρους στο στρατόπεδο, ιδίως το Φθινόπωρο. (Συνήθως με σκούπες, τσουγκράνες και φτιάρια + μαύρες σακούλες) - Δεν θεωρείται ιδιαίτερα βαριά αγγαρεία...
Της ίδιας οικογενείας με τα: γόπινγκ, τσάπινγκ
Ετυμολογία: = Φύλλο + ing (γερούνδιο)
Ομόηχο με το αγγλικό Feeling
- Ξέρεις τι αγγαρεία μας περιμένει σήμερα, ρε σειρά;
- Γόπινγκ και φύλλινγκ... Άσ' τα θα πήξουμε...
- Ωχ φύλλινγκ; Nothing more than feeling!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
(συνήθως συμπληρώνεται από την φράση: ... που δεν γίναμε ευζώνοι!)
Συναντάται και σκέτο ως: χέσε μέσα.
Έκφραση απογοήτευσης, συνήθως αναφέρεται σε μια δυσάρεστη κατάσταση, αδιέξοδο.
Συνώνυμο: βράσε ρύζι.
- Πως πάνε οι δουλειές στο μαγαζί; - Χέσε μέσα Πολυχρόνη...!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.
Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...
Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...
Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεζμεντέν, ζάζος
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η σαλάτα που περιέχει μόνο λαχανικά.
- Σήμερα θα φάω μόνο χλωροφύλλη, γιατί έπηξα τόσες μέρες στα κοψίδια και στους γύρους... Να καθαρίσει και το αντεράκι μου λίγο...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!