Η φράση αυτή αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που εκμεταλλεύεται κάποια κατάσταση και, εξερχόμενος απ' το χάλι στο οποίο ήταν βυθισμένος, κοντεύει πλέον να μας γαμήσει κιόλας. Όπως μια μύγα που ξαφνικά εμφανίστηκε σ' αυτήν ένας κώλος και εκμεταλλευόμενη την κατάσταση, έχεσε, ή επιδιώκει να χέσει όλο τον κόσμο.

- Ο Δημητράκης πώς την είδε; Πήρε προαγωγή και άρχισε να φωνάζει κιόλας, από 'κει που δεν έβγαζε μιλιά;
- Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όλοι τους ξέρετε! Μπαρμπόιλ είναι οι τύποι μεγάλης ηλικίας (μπάρμπες) άνω των 40 ή απλά βλάχοι που κάνουν παρέα με μεγαλύτερους. Το λήμμα συνδυάζει άριστα το μπάρμπας με το αγγλικό gargoyle.

Τους χαρακτηρίζουν διάφορες ιδιαιτερότητες όπως η ομιλία, οι συνήθειες κλπ. Φράσεις όπως «φέρε το κουμπιούτερ», «πάλι μικιμάου βλέπεις», «βάλε την ΕΡΤ2», «βάλε το 5» (και εννοούν το κανάλι που είναι στην 5η θέση της τηλεόρασης, τί σκατά είναι το 5;), «θα πάμε με την κούρσα στο χωριό», «Τουότα», «Ο Θάντερκατς» και άλλες τέτοιες μαλακίες χαρακτηρίζουν απόλυτα το μπαρμπόιλ. Επίσης κάνουν και μπαρμποϊλίστικα αστεία που μόνο αυτοί καταλαβαίνουν. Οι γνώμες διχάζονται στο εάν ο πληθυντικός είναι μπαρμπόιλ ή μπαρμπόιλς.

- Εάν σε είχα γιο θα σε... (διάφορες δικές τους μπαρμποϊλίστικες αηδίες)
- Είσαι μπαρμπόιλ.

ο μπάρμπας μπεν με το (μ)παρμποιλ\'ντ ρύζι (από vanias, 23/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι λέγεται ο άντρας που την πέφτει στις γυναίκες, που είναι γενικά ενεργητικός, που δεν μασάει. Οι πράξεις του αυτές, λέγονται ματσκαριλίκια.

Κατά την Παρδαλή Λέξη, ματσκάς είναι στα αντιχασιώτικα ο θηριώδης άντρας.

  1. - Ήρθε ο Γιώργος ο ματσκάς, τον πούστη χθες βράδυ σε 5 κορίτσια κόλλησε μέσα σε 20 λεπτά!

  2. - Βγήκαμε χθες με τον Γιώργο κι άρχισε τα ματσκαριλίκια, συνέχεια πάει και μιλάει αυτό το παιδί ρε, δεν κολλάει καθόλου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατάσταση θερμοκρασίας, όταν έχει πιο πολλή ζέστη κι απ τον καύσωνα. Πολλοί επιμένουν ότι χρησιμοποιείται λανθασμένα αντί του σωστού «ζέστη». Δημιουργήθηκε προφανώς κατά: ζέστη ωααα / ζέστηααα / ζέστααα / ζέστα. Η συγγένεια της με τη λέξη βενζίνα παραμένει άγνωστη.

Παρόμοια: Καμίνι, σκάει ο τζίτζικας κλπ.

(βγαίνοντας από το μαγαζί με air condition, Ιούλιος στις 3 το μεσημέρι, ντάλα ήλιος, 42 υπό σκιάν):
- Πωωωωω...
- Ζέστα!

(από Khan, 28/06/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι παλιά αποκαλούσαμε το πορνό και έχει τις ρίζες του στην ομώνυμη σειρά της ΕΡΤ, στα 70s-80s. Ήταν συνήθως η απάντηση στο «ωχ τσόντες βλέπετε ρε

- Ωχ! Ρε καθίκια τσόντες βλέπετε στο pc της δουλειάς;
- Έλα ρε σιγά, εκπαιδευτική τηλεόραση.

(από gizaha, 11/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απο το γαμώ και το πούστης. Χωρίς ιδιαίτερη ερμηνεία, αυτή η λέξη απλά υπάρχει. Λίγο η εξύβριση, λίγο το πουστριλίκι, κάνει τη δουλειά της. Λέγεται ευχάριστα απο μικρούς και μεγάλους. Το καλύτερο είναι στην κλητική όπου μπορείς να το μεταμορφώσεις σε γαμόπουστε.

Στην οδήγηση:
- Κοίτα τον γαμόπουστα μας πήρε το πάρκινγκ.
- Ώχ, κοίτα ένα γκομενάκι αριστερά!

Στο γήπεδο
- ΓΑΜΟΠΟΥΣΤΕ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σάπιο ονομάζουμε ένα αντικείμενο όταν δεν είναι τόσο καλό ποιοτικά.

Το αντίθετο, δηλαδή όταν κάτι είναι πολύ καλό, το ονομάζουμε μουνάρα.

- Καλός ο καφές στο νέο μαγαζί;
- Μπα, σάπιος ήταν.

- Σάπιο το φτηνοκινητό που αγόρασα, ούτε bluetooth δεν έχει.

- Καλή η νέα γκόμενα του Μήτσου;
- Όχι ρε, σάπια ήταν.

- Το ηχοσύστημα στο αμάξι σάπισε, μία διαβάζει τα cd, μία όχι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το να πίνει κάποιος κατ' ευθείαν απ' το μπουκάλι αγνοώντας το ποτήρι, δείγμα σκληρότητας και αντρισμού. Γίνεται σε μπύρες, κόκα κόλες κλπ.

(Η σερβιτόρα φέρνει τις μπύρες)
- Ποτήρια θέλετε;
- Όχι, θα τις πιούμε κλαρίνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γιωτιλίκια, με λίγες λέξεις, είναι οι πράξεις του γιωτά.

Στην πράξη όμως, είναι πιο πολύπλοκα, καθώς οι γιωτάδες έχουν την τάση να επαναλαμβάνουν κάποιες συγκεκριμένες συνήθειες με συγκεκριμένο τρόπο. Όποιοι πήγαν φαντάροι, ξέρουν καλύτερα.

Στην πραγματική ζωή όμως, είναι λίγο διαφορετικά. Γιωτιλίκι θα χαρακτηριστεί μια πράξη ενος τύπου, που έρχεται σε αντίθεση με τις κοινές συνήθειες του πλήθους, ενώ ο συγκεκριμένος την θεωρεί κανονική και την υποστηρίζει δυνατά.

Δεν λέω πως οτιδήποτε διαφορετικό καθίσταται γιωτιλίκι, αλλά μερικά είναι για σφαλιάρες. Πχ τύπος που κυκλοφορεί με παπάκι και μέρα νύχτα φοράει φωσφοριζέ γιλέκο κι ένα σωρό καραγκιοζιλίκια που φωσφορίζουν στο κωλομήχανό του, κι αν του πεις ότι το βρίσκεις υπερβολικό θα ισχυριστεί επιμένοντας πως «ναι, αλλά μια φορά που πετάχτηκε κάποιος και θα με πατούσε...». Θα σε πατούσε επειδή ΕΙΣΑΙ ΗΛΙΘΙΟΣ. Δεν θα σε σώσουν αυτές οι υπερβολές.

Άλλο παράδειγμα. Γιωτιλίκι είναι να φοβάσαι πολύ για την υγεία σου, σε φάση «δεν τρώω γύρο γιατί έχει μέσα συντηρητικά που οδηγούν σε μπλα μπλα μπλα και πεθαίνεις».

Γιωτιλίκι επίσης χαρακτηρίζεται κάποια σωματική «αδυναμία» μερικών (χωρίς να φταίνε). Πχ μερικές ασπρουλιάρες γυναίκες που κάθονται 1 λεπτό στον ήλιο και γίνονται σαν της μαϊμούς τον κώλο και μετά σου λένε «είμαι αλλεργική στον ήλιο». Άλλος σου λέει «είμαι αλλεργικός στον φραπέ» ή «ευαίσθητος στο αλάτι, βγάζω σπυράκια». Οκ σεβαστές οι σπάνιες αδυναμίες σας, ΑΛΛΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ ΓΙΩΤΙΛΙΚΙΑ.

Γιωτιλίκι είναι να κλειδώνεις ΜΕ 5 ΛΟΥΚΕΤΑ ΤΗ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ ΣΟΥ ή ακόμα χειρότερα τη ρόδα απ' το αμάξι σου. Άλλο να τα προστατεύεις, αυτός που είναι υπερπροστατευτικός, μπορεί να δικαιολογήσει όμορφα και σεμνά την πράξη του και να βρει το δίκιο του. Ο ΓΙΩΤΑΣ θα σου πει (πάντα με έντονο ύφος για έναν περίεργο λόγο!) «έχεις δει πώς κλέβουν; Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά».

Εν κατακλείδι, γιωτιλίκι είναι η προσωπική στάση ή πράξη ενός ατόμου, η οποία είναι εκκεντρική και το ξεχωρίζει απ' το σύνολο, την οποία στάση ο συγκεκριμένος υποστηρίζει σθεναρά, με όχι δυνατά, λογικά και κοινωνικά επιχειρήματα, χαρακτηρίζοντάς τον υπερβολικό και αντικοινωνικό (ως και περιθωριακό).

Ελπίζω να σας κάλυψα, η συνέχεια στο επόμενο επεισόδιο. Απορίες κλπ στα σχόλια.

Γιωτιλίκι είναι να κρατάς μανιωδώς όλες τις αποδείξεις απ τα ΑΤΜ «για να μη σε κλέψουν». ΟΧΙ ΗΛΙΘΙΕ, η παρουσία της απόδειξης αποδεικνύει την ύπαρξη της ανάληψης. Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΔΕΝ ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΤΥΧΟΝ ΑΝΑΛΗΨΗ. Συνεπώς η απουσία μιας απόδειξης ΔΕΝ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΗΛΙΘΙΕ, άρα μη λες «δεν έχω την απόδειξη, άρα δεν την έκανα εγώ αυτή την ανάληψη».

Παιδιά καθημερινά βλέπω μπροστά μου δεκάδες «γιωτιλίκια». Τώρα δεν μου έρχονται παραδείγματα. Άντε γαμηθείτε, το πιάσατε το νόημα του λήμματος, βάλτε δικά σας παραδείγματα, νυστάζω. Φιλάκια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(συνέχεια των παραπάνω) Πέρα απ' τη διάλεκτό τους, το βασικότερο χαρακτηριστικό των barboyle είναι ο τσαμπουκάς τους. Πιο εύκολα ξεκινάς καυγά με μπαρμπόιλ, παρά με οξύθυμο πιτσιρικά που μπλέκει με φασαρίες και κουβαλάει μαχαίρι. Πηγαίνουν στις δημόσιες υπηρεσίες με σκοπό να κάνουν φασαρία με το καλημέρα σας, το παίζουν ξερόλες γενικά κλπ. Αναφέρονται συχνά στο πόσο διαφορετικά και καλύτερα είναι στην Γερμανία, με συνεχή παραδείγματα και υψηλό τόνο φωνής -σαν τους ζουλού ένα πράμα, παρόλα αυτά όταν ήταν εκεί πεθυμούσαν την Ελλάδα. Επόμενο στάδιο μετά τα μπαρμπόιλ είναι τα παππούδια.

Βλέπεις ξένη ταινία και σου πετάνε την super ατάκα «χαμήλωσέ το, αφού έχει γράμματα!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία