Κατάσταση θερμοκρασίας, όταν έχει πιο πολλή ζέστη κι απ τον καύσωνα. Πολλοί επιμένουν ότι χρησιμοποιείται λανθασμένα αντί του σωστού «ζέστη». Δημιουργήθηκε προφανώς κατά: ζέστη ωααα / ζέστηααα / ζέστααα / ζέστα. Η συγγένεια της με τη λέξη βενζίνα παραμένει άγνωστη.

Παρόμοια: Καμίνι, σκάει ο τζίτζικας κλπ.

(βγαίνοντας από το μαγαζί με air condition, Ιούλιος στις 3 το μεσημέρι, ντάλα ήλιος, 42 υπό σκιάν):
- Πωωωωω...
- Ζέστα!

(από Khan, 28/06/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι παλιά αποκαλούσαμε το πορνό και έχει τις ρίζες του στην ομώνυμη σειρά της ΕΡΤ, στα 70s-80s. Ήταν συνήθως η απάντηση στο «ωχ τσόντες βλέπετε ρε

- Ωχ! Ρε καθίκια τσόντες βλέπετε στο pc της δουλειάς;
- Έλα ρε σιγά, εκπαιδευτική τηλεόραση.

(από gizaha, 11/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απο το γαμώ και το πούστης. Χωρίς ιδιαίτερη ερμηνεία, αυτή η λέξη απλά υπάρχει. Λίγο η εξύβριση, λίγο το πουστριλίκι, κάνει τη δουλειά της. Λέγεται ευχάριστα απο μικρούς και μεγάλους. Το καλύτερο είναι στην κλητική όπου μπορείς να το μεταμορφώσεις σε γαμόπουστε.

Στην οδήγηση:
- Κοίτα τον γαμόπουστα μας πήρε το πάρκινγκ.
- Ώχ, κοίτα ένα γκομενάκι αριστερά!

Στο γήπεδο
- ΓΑΜΟΠΟΥΣΤΕ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σάπιο ονομάζουμε ένα αντικείμενο όταν δεν είναι τόσο καλό ποιοτικά.

Το αντίθετο, δηλαδή όταν κάτι είναι πολύ καλό, το ονομάζουμε μουνάρα.

- Καλός ο καφές στο νέο μαγαζί;
- Μπα, σάπιος ήταν.

- Σάπιο το φτηνοκινητό που αγόρασα, ούτε bluetooth δεν έχει.

- Καλή η νέα γκόμενα του Μήτσου;
- Όχι ρε, σάπια ήταν.

- Το ηχοσύστημα στο αμάξι σάπισε, μία διαβάζει τα cd, μία όχι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όλοι τους ξέρετε! Μπαρμπόιλ είναι οι τύποι μεγάλης ηλικίας (μπάρμπες) άνω των 40 ή απλά βλάχοι που κάνουν παρέα με μεγαλύτερους. Το λήμμα συνδυάζει άριστα το μπάρμπας με το αγγλικό gargoyle.

Τους χαρακτηρίζουν διάφορες ιδιαιτερότητες όπως η ομιλία, οι συνήθειες κλπ. Φράσεις όπως «φέρε το κουμπιούτερ», «πάλι μικιμάου βλέπεις», «βάλε την ΕΡΤ2», «βάλε το 5» (και εννοούν το κανάλι που είναι στην 5η θέση της τηλεόρασης, τί σκατά είναι το 5;), «θα πάμε με την κούρσα στο χωριό», «Τουότα», «Ο Θάντερκατς» και άλλες τέτοιες μαλακίες χαρακτηρίζουν απόλυτα το μπαρμπόιλ. Επίσης κάνουν και μπαρμποϊλίστικα αστεία που μόνο αυτοί καταλαβαίνουν. Οι γνώμες διχάζονται στο εάν ο πληθυντικός είναι μπαρμπόιλ ή μπαρμπόιλς.

- Εάν σε είχα γιο θα σε... (διάφορες δικές τους μπαρμποϊλίστικες αηδίες)
- Είσαι μπαρμπόιλ.

ο μπάρμπας μπεν με το (μ)παρμποιλ\'ντ ρύζι (από vanias, 23/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι λέγεται ο άντρας που την πέφτει στις γυναίκες, που είναι γενικά ενεργητικός, που δεν μασάει. Οι πράξεις του αυτές, λέγονται ματσκαριλίκια.

Κατά την Παρδαλή Λέξη, ματσκάς είναι στα αντιχασιώτικα ο θηριώδης άντρας.

  1. - Ήρθε ο Γιώργος ο ματσκάς, τον πούστη χθες βράδυ σε 5 κορίτσια κόλλησε μέσα σε 20 λεπτά!

  2. - Βγήκαμε χθες με τον Γιώργο κι άρχισε τα ματσκαριλίκια, συνέχεια πάει και μιλάει αυτό το παιδί ρε, δεν κολλάει καθόλου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση αυτή αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που εκμεταλλεύεται κάποια κατάσταση και, εξερχόμενος απ' το χάλι στο οποίο ήταν βυθισμένος, κοντεύει πλέον να μας γαμήσει κιόλας. Όπως μια μύγα που ξαφνικά εμφανίστηκε σ' αυτήν ένας κώλος και εκμεταλλευόμενη την κατάσταση, έχεσε, ή επιδιώκει να χέσει όλο τον κόσμο.

- Ο Δημητράκης πώς την είδε; Πήρε προαγωγή και άρχισε να φωνάζει κιόλας, από 'κει που δεν έβγαζε μιλιά;
- Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία