Λέγεται αλλιώς και «άκρη»: η γνωριμία με κάποιο υψηλό πρόσωπο όπου θα κάνει κάτι ευνοϊκό (ρουσφέτι) για εσένα.
- Είχε βύσμα στον στρατό αυτός και τον έκαναν μετάθεση στην Αθήνα.
Λέγεται αλλιώς και «άκρη»: η γνωριμία με κάποιο υψηλό πρόσωπο όπου θα κάνει κάτι ευνοϊκό (ρουσφέτι) για εσένα.
- Είχε βύσμα στον στρατό αυτός και τον έκαναν μετάθεση στην Αθήνα.
Βλ. και δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: bluetooth, πολύπριζο, πολύμπριζο, ρουσφετοπωλείο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ή αλλιώς και ρόμπα ξεκούμπωτη (για περισσότερη έμφαση). Όταν κάποιος ξεφτιλίζεται μπροστά σε άλλους.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η άσχημη, κοντή αλλά και χοντρή γκόμενα. Η φράση περιγράφει κυριολεκτικά το θέαμα!
-Πώς είναι έτσι αυτή ρε;; Σαν κεφτές με πόδια!!!!!
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αούγκαντος, γνωστός και ως κάγκουρας ή κάκουρας.
Εύχρηστη λέξη που χρησιμοποιεί το επιφώνημα ουγκ για να τονίσει την σημασία της!
Θυμίζει κάτι από τον άνθρωπο του Νεάντερναλ στην εμφάνιση ή στην συμπεριφορά ή και στα δύο. Προσπαθεί να επιδειχθεί, συνήθως έχει περιορισμένο IQ και δεν είναι δυνατόν να επικοινωνήσεις μαζί του. Τυπικό παράδειγμα είναι επίσης και ο «Μπάμπης ο Σουγιάς».
Κοίτα πάλι αυτούς τους αούγκαντους με τα μηχανάκια. Είναι η 5η φορά που περνάνε μπροστά από την καφετέρια.
Πώς γίνεται ρε γαμώτο και αυτή η τόσο ωραία κοπέλα να είναι με αυτόν τον αούγκαντο;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Unpektable. Αγγλιστί. Ο «άπαικτος» χρησιμοποιείται όμως με πιο ειρωνικό τόνο.
Εντάξει ρε φίλε, είπαμε... Eσύ είσαι unpektable!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
(βλ. κορώνα μου)
Η ίδια φράση, απλά ίσως με πιο μεγάλο αίσθημα οικειότητας.
-Πού είσαι ρε κορώνι; Που έχεις χαθεί;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το ίδιο με το «φιδέμπορας» στο πιο προσβλητικό, συν το ότι αυτά που λέει είναι βλακείες (παπαριές).
-Μου σπάει τα νεύρα αυτός. Είναι μεγάλος αρχιδέμπορας.
Βλ. και ψωλέμπορας, φιδέμπορας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το ίδιο με τα «αρχίδια». Χρησιμοποιείται σαν συντομογραφία.
-Ναι... σιγά μην φτάσουμε στην ώρα μας με τόση κίνηση... μύδια...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σε πολύ μάγκικο ύφος, το αντρικό όργανο.
(νοσοκόμα στο μαιευτήριο)
- Συγχαρητήρια κύριε Mητσάρα, είναι αγόρι.
(Mητσάρας)
- Εεμ βέβαια, τι άλλο θα έβγαζε ο μητσάρας με το μπουρί του!!
(νοσοκόμα)
Να το ξεκαπνίζετε όμως το μπουρί σας πού και πού γιατί το μωρό βγήκε μαύρο!!
(από το ΑΜΑΝ)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!