Ο μη ξεροψημένος. Παιδική σλανγκ.

- Εμένα δεν μου αρέσει το ξεροψημένο ψωμί, το προτιμώ αξερόψητο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ξεπερνάω τα όριά μου και ξεσπάω. Αυτό που με συγκρατούσε δεν αντέχει πια ή απλώς επιλέγω να το καταργήσω. Η ασφάλεια λοιπόν καταργείται και εκρήγνυμαι.

Από την ορολογία των όπλων γενικά (αν και ο νους μας πάει κυρίως στη χειροβομβίδα ή στη βόμβα) όπου απασφαλίζω σημαίνει «μετακινώ τον μηχανισμό ασφαλείας ενός πυροβόλου όπλου ώστε να είναι έτοιμο για βολή».

Στη σλανγκ μεταφορά όμως δεν γίνεται τόσο μεθοδικά και ψύχραιμα το πράμα. Γίνεται εν βρασμώ.

  1. Αγαπημένη έκφραση των δημοσιοκάφρων. Ιδού μερικοί τίτλοι:

- Απασφάλισε... ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κατά του πρώην πρωθυπουργού.
- Ο Ανδρουλάκης απασφάλισε κατά του ΠΑΣΟΚ , Πάγκαλου και της Αριστεράς
- Η Φωτεινή Πιπιλή... απασφάλισε και ανταπάντησε στον Παπουτσή «Δεν έχει δουλέψει ούτε ώρα στη ζωή του»
- Απασφάλισε και δεν σταματάει ο Χρυσοχοΐδης

(από το νέτι)

  1. Ε όταν το είδα πια αυτό, δεν άντεξα, απασφάλισα, τον έβρισα, κι έφυγα από το σπίτι.

βλ. και κυκλοφορεί απασφαλισμένος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτής της οποίας δεν θέλουμε να προφέρουμε καν το όνομα, είτε γιατί δεν θέλουμε πια να την ξέρουμε, ή γιατί είναι γενικώς ανάξια λόγου, ή γιατί δεν μας ενδιαφέρει στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης συζήτησης.

Στριμενιά μεταξύ γυναικών, κυρίως.

Το αρσενικό («απαυτούλης» ή «απαυτός») χρησιμοποιείται σπανιότερα. Εκτός αν έχει την έννοια που περιγράφεται στον ξεχωριστό ορισμό απαυτούλης.

Από το ρ. απαυτώνω.

Συνώνυμο: η πώς τηνα λένε / ο πώς τονε λένε, η λεγάμενο /-ος, η σκατούλα, η Κυρία.
Το ουδέτερο (απαυτό) είναι σα να λέμε γαμίδι κττ.

  1. Όσο τα λέει η γυναίκα, βγαίνει μια απαυτούλα και λέει για το χαλάζι που έριξε στην Πελοπόννησο και έκαψε τα πορτοκάλια κι όταν τελειώσει η απαυτούλα, βγαίνει ένας απαυτός και λέει κάτι άσχετο περίπου σαν της απαυτούλας, εν τω μεταξύ το μανάρι έχει ξεχάσει πως ήδη έχει ιντερβιουβάρει την καλεσμένη και την ξαναπλησιάζει...

  2. Κι ύστερα γυρνάς σπίτι και μπαίνοντας στην πολυκατοικία βλέπεις την κυρά-απαυτούλα που μόλις βγαίνει από την άλλη κυρά-απαυτούλα που είχε πάει να της πει τον καφέ, το τσάι ούτε που ξέρω. Και σκέφτεσαι «που ζω ρε συ;»...

  3. Όταν ο άνθρωπος είναι ερωτευμένος, εθελοτυφλεί και δε θέλει να πιστέψει τα προφανή. Ε σε μια τέτοια κατάσταση είναι και ο Φώτης φαντάζομαι. Όσο για το ότι βγαίνει και από πάνω η απαυτούλα, όλες και όλοι έτσι κάνουν, σαν άμυνα για να κρύψουν τα καμώματά τους. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση...

  4. Ο απαυτούλης είχε μια εκπομπή στο θρυλικό κανάλι 67 όπου όποιος τον έπαιρνε τηλέφωνο του έκανε πλάκα.

  5. Σήμερα έκανα την πρώτη αλλαγή από τότε που αγόρασα το αυτοκίνητο, έβαλα για πρώτη φορα τα p zero rosso ... απ ότι μου είπε ο απαυτουλης εκεί θα είναι ok για αρκετά km...

Από το νέτι όλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο δονητής. Που σε απαυτώνει.

  2. Ο κώλος.

  1. βλ. εδώ

  2. Αγαπάς τον σύντροφό σου; Είσαι ερωτευμένη μαζί του;
    Αν απαντήσεις ναι και στα δύο, τότε γιατί σκέφτεσαι κάποιον άλλον; Μήπως τα θέλει ο απαυτούλης σου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα ίσα, ευθέως, έξω απ' τα δόντια, κττ.
Λέξη των παλιών, από το ιταλιάνικο apertura= άνοιγμα. Καμία σχέση με την ποδοσφαιρική αργεντίνικη απερτούρα, ή την σκακιστική.

Πρόσεχε γιατί τα λες και συ απερτούρα όπως εγώ, θα βρεις τον μπελά σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κίνηση που κάνουμε όταν κολυμπάμε ελεύθερο (κρόουλ), έτσι όπως απλώνουμε το χέρι μας προς τα μπρος και προχωράμε. Άγνωστο γιατί, στο ύπτιο ή στην πεταλούδα δεν λέγεται έτσι η αντίστοιχη κίνηση. Ο όρος είναι ανεπίσημος και αρκετά παλιός.

- Αντέχεις ρε μαλάκα να κολυμπήσουμε μέχρι το νησάκι;
- Σιγά την απόσταση ρε, με πέντε απλωτές το φτάσαμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Από μικρός φαινόταν τι μαλάκας θα γίνει.

- Μια ζωή μαλάκας ο Τάσος, πάλι μας πούλησε.
- Από μικρός φαινόταν ότι θα μεγαλώσει, τον είχα συμμαθητή στο δημοτικό τομπούστη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι γκόμενες ή οι γκόμενοι που δεν μπορέσαμε να χτυπήσουμε όταν το θέλαμε ή όπως το θέλαμε, αλλά κατέληξαν στο τέτοιο μας περίπου κατά τύχη, αφού πέρασαν πρώτα από πιο έμπειρους ή πιο ελκυστικούς κατακτητές.

Πάσα: φίλος Μιχάλης.

- Μπα, έχεις πάει με τη Νάσια και συ; Τελέρε μεγάλε!
- Καλά, μη νομίζεις, έτυχε, ήταν από τα απογαμίδια του Νώντα που μου κάτσανε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αυτό το λήμμα έχει μια αστεία ιστορία συμπτωματολογίας: σήμερα μου το ανέφερε μια φίλη, λέγοντάς μου ότι ο πατέρας της ανέφερε την λέξη κι η ίδια δεν την ήξερε, ο πατέρας της εξήγησε (ανήλιαγο μέρος, που πολύ συχνά είναι υγρό και δροσερό) και έτσι η φίλη μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι έχει ένα λήμμα να βάλω στο σλανγκρ.

Ψάχνω λοιπόν πρώτα στο γούγλε για να δω αν υπάρχει κάποια αναφορά, και μξ άλλων βρήκα ότι είναι τίτλος βιβλίουπου κυκλοφόρησε στο νέτι προσφάτως.

Αυτά... Το λήμμα λοιπόν σημαίνει ανήλιαγο μέρος, τόπος σκιερός. Επίσης, αν κρίνω από το παράδειγμα 2, σημαίνει και ψύχρα, υγρασία γενικότερα.

Από Πελοποννέζ, αλλά πιθανόν να λέγεται και αλλού.

  1. - Βάζεις κανα ζαρζαβατικό στον κήπο;
    - Μπα, πού να πιάσει, είναι απογιούρα.

  2. πήγαμε στο Ραβάνι αγναντέψαμε πέρα πήραν τα μάτια μας μικρές φωτιές σε δυο τρεις μεριές βγάλαμε σκέψη ότι μπορεί οι αραπάδες να πάτησαν το Μεσοβούνι και άναψαν φωτιές να ζεστάνουν τα χέρια τους που έκανε απογιουρα τη νύχτα και ας ήταν θεριστής μήνας.

από εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι άκουσα στην Κρήτη να λένε κάποια φασόλια, δεν ξέρω όμως ποιο είδος, ούτε βρίσκω κάτι στο νέτι. Το καταγράφω όμως και αν κάποιος ξέρει, συμπληρώνει!

Συνταγή για πέρκα με αποστολάκια εδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία