Αρχαίος αιγυπτιακός θεός (Άνουβις).

Έκφραση που αναφέρεται στο Μοναστηράκι και ιδιαιτέρως στο παζάρι του σαββατοκύριακου, όταν κάποιος προσπαθεί να αγοράσει ή να πουλήσει κάτι σε κάποιον και υπάρχει η αμφιβολία της γνησιότητας του αντικειμένου.

Αναφέρεται και σε εγχειρισμένους που το παίζουν γνήσιοι αλλά... δεν.

1 - Έλα φίλε, κοίτα, αυτό το τραπεζάκι είναι Λουί, Λουί σου λέω! - Άσε ρε τα παραμύθια, το βλέπω τι είναι, δεν με ξεγελάς...

2 - Ρε συ Μένιο, βλέπεις τι βλέπω ρε; - Ε τι είναι, τι; - Καλά ρε, δε βλέπεις τη καραμουνάρα που περνά; - Εεεε καλά, θες γυαλιά, ο Νίνος είναι που γύρισε από τη χώρα του καφέ μετά την εγχείρηση, δεν τον γνώρισες ρε; Κάτσε να τον φωνάξω τον παλιο-Ανούβη: Νίναααα! Νίναααα, έλα για cofee μωρή!

(από Hank, 10/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άνθρωπος, κυρίως ο άνδρας, που δεν ξεκολλάει από την μάνα του.

Είναι αυτός που δεν απογαλακτίστηκε πότε με κύριο ένοχο τη μητέρα του, που, με τον τρόπο της, επηρέασε την ανατροφή του με την μέθοδο της εξάρτησης από αυτήν κάνοντας τον ανίκανο να δομήσει μια άλλη σχέση με κάποια άλλη γυναίκα.

Και, εν κατακλείδι, τον ευνουχίζει (θεωρητικά) για να τον έχει πάντα κοντά της.

(Μαμά:) - Έλα Δημητράκη, έχω τον χυμό σου έτοιμο, έλα να τον ρουφήξεις μωρό μου...
(Δημητράκης, 42 ετώνε:) - Ναι μανούλα, ΕΡΧΟΜΑΙ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρωτοχρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες κατά την κατοχή τους από τους Τούρκους, για να μη τους καταλαβαίνουν, βάζοντας πχ το τσι μπροστά από κάθε συλλαβή μιας λέξεως (βλέπε κατωτέρω παράδειγμα). Τώρα, αντί για τσι βάζανε και διάφορα άλλα όπως πο, ρο, κο, κλπ.

— Τσιτί τσικά τσινείς; (Τι κάνεις;)
— Τσιεί τσιμαί τσιπό τσιλύ τσικά τσιλά. (Είμαι πολύ καλά.)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιστοκόπι:

Για κάποιον που τρομάζει ή που σαστίζει εύκολα, λέμε συνήθως ότι, «έχασε τ’αβγά και τα καλάθια».

Η φράση αυτή έμεινε από το 1688, όταν την Αθήνα την είχε καταλάβει ο Μοροζίνης με τα στρατεύματα του:

Την εποχή εκείνη είχε πέσει πανώλη και τα κρούσματα ήταν χιλιάδες. Οι στρατιώτες του Μοροζίνη άρχισαν ν’ αποδεκατίζονται στην κυριολεξία. Όλα τα χωράφια, είχαν γίνει νεκροταφεία. Πολλοί λοιπόν, Αθηναίοι, για να σωθούν, πήραν τις οικογένειες τους και τράβηξαν σε διάφορα νησιά.

Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ιωάννης Ντερζίνης ή Ντερτσίνης - όπως τον αναφέρει ο ιστορικός Αθάν. Υψηλάντης – που έκανε εμπόριο αβγών. Για να μην αφήσει όμως το εμπόρευμα του να χαλάσει, αποφάσισε να το πάρει μαζί του, με την ελπίδα να το πουλήσει στα νησιά. Αλλά στον δρόμο τους επιτέθηκαν Αλγερίνοι κουρσάροι και τους έπιασαν. Όσοι από τους ταξιδιώτες ήταν νέοι και γέροι, κρατήθηκαν αιχμάλωτοι και μεταφέρθηκαν στο Αλγέρι. Τον Ντερτσίνη, που ήταν γέρος και άρρωστος, τον άφησαν ελεύθερο.

Έτσι αναγκάστηκε να γυρίσει ξανά πίσω στην Αθήνα. Φυσικά, πολλοί ενδιαφέρθηκαν τότε να μάθουν για την τύχη των συγγενών τους και τον επισκέπτονταν σπίτι του, για να τους πει τα καθέκαστα.

Έτσι η φράση του αγαθού αυτού αβγουλά, έμεινε μέχρι τα χρόνια μας, με διαφορετική όμως σημασία.

Σε μια Αθηναία, λοιπόν, που είχε χάσει τον άντρα της και έκλαιγε σπαρακτικά, ο Ντερτσίνης της είπε:

- Η αφεντιά σου, κλαις για τον άντρα σου. Αμ τι να πω εγώ ο κακομοίρης, που ’χασα τ' αβγά και τα καλάθια;

(από Vrastaman, 06/03/09)

βλ. περισσότερα για την έκφραση εδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκαζμάς, ή αλλέως πως αξίνα. Oμοιάζει με σκαλιστήρι, αλλά σε μεγάλο μέγεθος. Με αυτό σκάβουμε το χώμα (μαλακό και σκληρό): είναι χαμαλοδουλειά / και δεν θέλει ντοκτορά.

Στην ανθρωπoμεριά δένει με τον βλάκα και τον άκομψο, χωρίς τακτ, δίκην ταύρου σε υαλοπωλείο.

Καλυφθείτε ρεεε… γκαζμάς εν όψει, έπονται γκαζμαδιές!

Βλ. και γκασμάς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από την γρήγορη και πετυχημένη βολή του κυνηγού προς τα αθώα πουλάκια, καθώς αυτά πετούν για να γλιτώσουν από τον καημένο και ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟ κυνηγό με το καγέν.

Έτσι λοιπόν και εμείς καταλαβαίνουμε κάτι που συμβαίνει άμεσα, δηλαδή στο φτερό πολύ γρήγορα και πετυχημένα (όχι αναγκαστικά καλό ή κακό αυτό που παίρνουμε πρέφα).

Τον αντελήφθην στο φτερό ότι ήτo απατεών.

00:19-00:39, Tα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό (από GATZMAN, 19/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

λύθηκα στα γέλια

Γέλασα τόσο πολύ μα τόσο πολύ που λύθηκε ο αφαλός μου.
Από το πολύ γέλιο κινείται η κοιλιά μας (αν είναι και λίγο μεγάλη) πάνω-κάτω, με αποτέλεσμα να λυθεί ο αφαλός μας (μεταφορικά έτσι; μην το πάρουμε κυριολεκτικά γιατί θα λυθώ στα γέλια).

Λύθηκα στα γέλια όταν μου είπε ότι το κρασί εξατμίζεται στο ψυγείο,
θέλοντας να κρύψει ότι το έπινε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το φίδι όλοι ξέρουμε τι είναι. Το «κολοβό» ως έννοια προσδιορίζει την έλλειψη ενός μέλους του σώματος. Τα σαμιαμίδια για παράδειγμα επιτρέπουν την αποκοπή της ουράς τους ώστε οι θηρευτές να ασχολούνται με κάτι καθώς αυτά την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Η ουρά τους άλλωστε θα ξαναφυτρώσει.

Αναφορικά με το ανθρώπινο είδος, φίδια κολοβά αποκαλούνται όσοι χαρακτηρίζονται από την συστροφή, φαγωμάρα και χαμέρπεια του φιδιού ενώ εξαπολύουν ύπουλο κτύπημα. Η εικόνα του αποκομμένου μέλους («κολοβό») παραπέμπει στον κομπλεξικό χαρακτήρα των ανθρώπων αυτών.

Είσαι φίδι κολοβό και μη σε ξαναδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φάβα = έδεσμα.

Χωρίζεται σε 4 κατηγορίες αναλόγως τον τρόπο μαγειρέματος στην νήσο Θήρα:

  1. Ελεύθερη
  2. Λογοδοσμένη
  3. Αρραβωνιασμένη
  4. Παντρεμένη

Ο λάκκος τώρα λέγεται διότι, αφού μαγειρευτεί η φάβα και την βάλουμε στο πιάτο, ανοίγουμε ένα μικρό λάκκο στη μέση της φάβας και προσθέτουμε λάδι ανακατεύοντας. Έλα όμως που η φάβα είναι ελαιόφιλος και ανακατεύοντάς την το λάδι χάνεται (κάτι σαν μαύρη τρύπα). Και διερωτάται η νοικοκυρά ανακατεύοντας την φάβα «ρε μπας και κάποιο λάκκο έχει η φάβα και το λάδι φεύγει;»

Το συναντάμε και στην καθημερινότητα όταν κάτι μας ξενίζει και δεν μας αρέσει και υποψιαζόμαστε, αν και δεν έχουμε ακόμα αποδείξεις, για το ότι κάτι πάει στραβά και το ψάχνουμε.

Υπάρχει και το αντίθετο, το «κάποια φάβα έχει ο λάκκος», όπως και τα αυτιά έχουν τοίχους οπότε την πόρτα και τον πούλο.

Ρε τι αυτοκίνητο να πάρω τώρα, τα ίδια χρήματα κάνει και το lada και η BMW, ίδια χρονολογία κατασκευής και είναι με ίδια χιλιόμετρα. Ρε κάτι δεν μου αρέσει στην προσφορά, κάποιο λάκκο έχει η φάβα.

(από ο αυτοκτονημενος, 19/05/09)(από ο αυτοκτονημενος, 19/05/09)(από ο αυτοκτονημενος, 19/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλείται η κατάληξη ενός μοσχεύματος (ορθοπεδικού) που ποτέ δεν χρειάστηκε για τον συγκεκριμένο ασθενή ή ίσως ίσως παραγγέλθηκε διπλό, τριπλό κλπ, με σκοπό τον οικονομικό προσπορισμό υπέρ του χειρούργου ορθοπεδικού από τα ασφαλιστικά ταμεία.

Και προς άρση παρεξηγήσεων, τα ανωτέρω γραφόμενα αποτελούν έναν εφιάλτη που είχα τις προάλλες και είπα να τον μοιραστώ μαζί σας. Όχι φυσικά πως συμβαίνει κάτι τέτοιο, προς slangού.

- Και αυτό γιατρέ τι να το κάνω ;;
- Κουβανέζικο, βοηθέ τι σε πληρώνω, για να μην ξέρεις την δουλειά σου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία