Πολύ καλός άνθρωπος, ψυχάρα, άτομο με ανθρωπιά.

— Τελικά καλά μου ξηγήθηκε ο Μήτσος. Αποτελεσματικός, πρόθυμος, και λεφτά δεν ήθελε να πάρει ούτε γι' αστείο.
— Αφού ρε είναι αθρώπα ρε ο Μήτσος, εγώ πάντα το 'λεγα. Δεν έχει σαν το Μήτσο!

Δες και ανθρώπας, άνθρωπας, άθρωπας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συσκευή (ή και πρόγραμμα του Η/Υ) που αναλαμβάνει και κάνει μια δουλειά για λογαριασμό μας, όπως π.χ. το αυτόματο ποτιστικό, ο φούρνος με χρονοδιακόπτη, το πλέι λιστ κλπ.

Ντιτζέι σε μαγαζί αφήνει το πόστο του και αράζει με φίλους του. Ένας φίλος του λέει:
- Μια χαρά αραχτό σε βρίσκω. Το πρόγραμμα ποιος θα το κάνει, ο αλβανός;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η διαδικασία κατά την οποία ένας χασισοπότης βάζει ολόκληρο το τσιγάρο στο στόμα του ανάποδα, με την τζιβάνα να βγαίνει από τα άλλως κλειστά χείλη του, και, κάνοντας χωνί με τα χέρια του, φυσάει τον καπνό στο στόμα του άλλου.

Θεωρείται αποτελεσματικό για να την ακούσεις, αλλά είναι απαίσιο και σχεδόν αναπόδραστα προκαλεί βήχα.

Εναλλακτικά γίνεται και χωρίς χέρια, χείλη με χείλη. Μεταξύ ατόμων που ψιλογουστάρονται, αυτό είναι ένας καλός τρόπος για να φτάσουν, δήθεν στο ξεκάρφωτο, στο πρώτο φιλί.

Κοντεύει να τελειώσει και δεν την έχω ακούσει ακόμα. Μου κάνεις μια ανάποδη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λογοπαίγνιο από το αντιλαμβάνομαι και το αντιλαβού της προσευχής (αντιλαβού, σώσον και διαφύλαξον...). Βέβαια και το αντιλαβού της προσευχής από το ίδιο ρήμα είναι, αλλά μάλλον ο παλιός κουτσαβάκης δεν το ήξερε. Παρά ταύτα, ο παλιός κουτσαβάκης είχε μια τάση να αντλεί από τη λόγια γλώσσα υλικό για την αργκό του, συνήθως με κάποιες παραφθορές είτε στη γραμματική (π.χ. Ρε δεν έχεις μύτη; Δεν αντιλήβεσαι;) είτε στη σύνταξη και τη σημασία (π.χ. το οποίον, βλ. παρακάτω).

Συνήθως λέγεται με σκοπό να λήξει η συζήτηση και να έχει πει αυτός που το λέει την τελευταία κουβέντα.

Παλιό μάγκικο.

-Το οποίον, μανδάμ, ο Νώντας είναι κύριος και τέτοιες δουλειές δεν κάνει. Αντιλαβού;

-Ναι Νώντα μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αντιπαθητικός, με μία επιπλέον συναισθηματική έμφαση: σημαίνει όχι μόνο ότι ο άλλος είναι αντιπαθητικός, αλλά και ότι εγώ προσωπικά τα 'χω πάρει με την πάρτη του (με άλλα λόγια, είναι απλώς μια βρισιά που σημαίνει ό,τι οι περισσότερες βρισιές).

Το β' συνθετικό πούστης δεν έχει την κυριολεκτική έννοια της αδερφής, αλλά εκφράζει την οργή και περιφρόνηση του λέγοντος. Ωστόσο, δημιουργεί και συνειρμούς με το μύθο της «κακιάς», δηλ. της αδερφής που είναι κομπλεξικιά και αντιπαθητική επειδή και μόνο είναι αδερφή.

- Τι σπαστικός αυτός ο μπάρμπας στο μαγαζί! «Εγώ» έτσι, «εγώ» αλλιώς, «εσύ δεν ξέρεις», «δεν κατάλαβες», άει σιχτίρ να πούμε!
- Καλά, μη χαλιέσαι. Είναι γνωστός αντιπαθητικόπουστας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέρα του κλασικού ορισμού, η σημασία έχει πρόσφατα μετακινηθεί προς το θετικότερο. Έτσι, βλήμα μπορεί να είναι και κάποιος που είναι μια χαρά νοήμων, αλλά ιδιόρρυθμος, εκκεντρικός, αλλού.

Ουρανοκατέβατος, όπως το βλήμα. Ή, που έχει πετριά -λες κι έχει φάει κανένα βλήμα στο κεφάλι, αλλά όχι πολύ ισχυρό. Με το ισχυρό θα πήγαινε μάλλον στην έννοια του άλλου ορισμού.

-Τι λέει, πώς ήταν η συγκέντρωση με τους παγάνες;

-Δεν το πιστεύω ότι το έζησα αυτό το πράγμα! Το τι άκουσα, από θεωρίες για Σείριο, για τους Καλάς στο Αφγανιστάν, για Αναστενάρια, για πυραμίδες, πώς διάολο τα μπερδεύουν όλα και συνεννοούνται και μεταξύ τους...

-Αφού σ' το 'χα πει ότι είναι όλοι βλήματα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Περί ανθρώπων, με τον ουδέτερο τύπο να αναφέρεται σε άνδρες και το θηλυκό σε γυναίκες: χιουμοριστικά δήθεν απαξιωτικός τρόπος να χαρακτηρίσουμε κάποιον που «μεγάλωσε πια», «δεν είναι παιδί». Ανάλογο για τους άνδρες το μαντράχαλος.

  2. Περί πραγμάτων, μόνο στο ουδέτερο: μεγάλο, υπερβολικά / ενοχλητικά μεγάλο αντικείμενο, γκουμούτσα, τέρας, χτήνος.

  1. Καλά, 32 χρονών γαϊδούρι ακόμα με τους γονείς του μένει;

  2. Κόρη μου, δεν είσαι πια κοριτσάκι. Έχεις γίνει κοτζάμ γαϊδούρα κι είναι καιρός να αρχίσεις να παίρνεις μερικά πράγματα λίγο πιο σοβαρά. Εμάς πόσο πια θα μας κρατάνε τα πόδια μας; Ο πατέρας σου έχει κουραστεί πολύ για σας, για όλους μας. (...Μπλα μπλα, εν ολίγοις «άει παντρέψου να συχάσουμε κι απ' αυτό το βραχνά».)

  3. -Θα χωρέσουν και τα ηχεία στο πορτ-μπαγκάζ; -Κοίτα, έχω πολλά πράγματα. Αν είναι τίποτα γαϊδούρια, καλύτερα να τα βάλουμε στο πίσω κάθισμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο δις γάιδαρος (ισούται με 4 ημιόνους, άρα ο μουλαρομουλαρομουλαρομούλαρος).

Σύνθετο απο το γαϊδούρι (με την έννοια του αγενούς, δίχως τρόπους ανθρώπου) και τον γάιδαρο (με την ίδια ακριβώς έννοια).

Δεν είναι καμιά βαριά προσβολή, λέγεται μάλλον χαριτολογώντας για να μειώσουμε, με μια νότα χιούμορ, τη δριμύτητα της επίπληξής μας -που, πάντως, δεν έγινε άδικα- προς κάποιον που φέρεται με προπέτεια.

- Αν σε ξανακούσω να μιλάς έτσι στη μάνα σου, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα, κατάλαβες νεαρέ;
- Μα μπαμπά...
- Σκασμός! Γαϊδουρογάιδαρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα λεφτά, τα χρήματα, τα φράγκα, ο μπερντές, ο παράς, τα μπικικίνια, το ρευστό, τα τάληρα, το μαλλί, τα μαϊδιά (το τελευταίο είναι δωδεκανησιακό).

Ετυμολογία: γκαφ < γκαφρά < φράγκα.

(Μουσικοί σε ταβέρνα. Έχουν τελειώσει το πρόγραμμά τους.)
- Ε, τι λέτε, καλά μας δεν ήταν; Τιγκανάνθρωποι σιγά σιγά;
- Ποιος θα πάει στον έτσι για τα γκαφ;
- Πας;
- Πάλι εγώ ρε μαλάκα; Πήγαινε εσύ.
- Αφού εσύ είχες πει ότι θα πας.
- Πήγαινε ρε μαλάκα, τι ντρέπεσαι; Ελεημοσύνη θα ζητήσεις; Δουλεμένα τα 'χουμε.
- Ξεκόλλα μαλάκα, πήγαινε πάρ' τα να πάμε σπίτια μας.
(Κ.ο.κ. επί μία ώρα...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έχουμε πρώτα διαβάσει τον άλλο ορισμό; Ωραία!

Σε παρόμοιο πνεύμα, «εγώ» είμαι επίσης το αυτοκίνητό μου. Κι εσύ το δικό σου, και ούτω καθεξής.

Λέγεται από τον οποιονδήποτε, όχι μόνο από άτομα με ιδιαίτερο μεράκι για τα αυτοκίνητα. Συνήθως όμως σε συμφραζόμενα σχετικά με το παρκάρισμα.

  1. Φτάνω σπίτι μου με το αυτοκίνητο. Κάνω βόλτες να βρω θέση. Και πριν καλά καλά κλείσω σαρανταπέντε λεπτά, τσουπ! να τος ο θέσαρος! Παρκάρω, και όταν έχω σχεδόν τελειώσει, με πλευρίζει ένας άλλος (δηλαδή ένα άλλο αυτοκίνητο) που επίσης ψάχνει θέση, δεν ξέρει αν παρκάρω ή ξεπαρκάρω, και με ρωτάει: «Έρχεστε ή φεύγετε;»
    Εγώ φυσικά έχω σκοπό να φύγω. Από το αυτοκίνητο. Αν όμως του πω «φεύγω» και αντ' αυτού φύγω, έχει όλα τα δίκια να με βρίζει μετά. Γιατί του είχα πει ότι θα φύγω, δηλαδή ότι θα φύγει το αυτοκίνητο.

  2. Βγαίνουμε από κάπου με ένα φίλο, που θα με πάει σπίτι μου με το αμάξι. Ψάχνουμε πού το έχει παρκάρει.
    -Πού είσαι;
    -Πού είμαι, ε; Χμμμ, για να θυμηθώ...

  3. (Και εκτός παρκαρισιακών συνθηκών):
    -Τι κάνει ρε μαλάκα ο κόκκινος! (αυτός με το κόκκινο)

Δικόγραφο (από Ο ΑΛΛΟΣ, 12/07/09)(από Ο ΑΛΛΟΣ, 12/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία