Ο δις γάιδαρος (ισούται με 4 ημιόνους, άρα ο μουλαρομουλαρομουλαρομούλαρος).

Σύνθετο απο το γαϊδούρι (με την έννοια του αγενούς, δίχως τρόπους ανθρώπου) και τον γάιδαρο (με την ίδια ακριβώς έννοια).

Δεν είναι καμιά βαριά προσβολή, λέγεται μάλλον χαριτολογώντας για να μειώσουμε, με μια νότα χιούμορ, τη δριμύτητα της επίπληξής μας -που, πάντως, δεν έγινε άδικα- προς κάποιον που φέρεται με προπέτεια.

- Αν σε ξανακούσω να μιλάς έτσι στη μάνα σου, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα, κατάλαβες νεαρέ;
- Μα μπαμπά...
- Σκασμός! Γαϊδουρογάιδαρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνε λίγο πιο κει, κάνε μου λίγο χώρο. Συνήθως λέγεται μαζί με το «λίγο».

Η έκφραση χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην προστακτική. Δε λέμε «τρίζεις λίγο;». Χρησιμοποιείται από άτομα που δεν λένε μεν πολλά παρακαλώ και ευχαριστώ, χωρίς όμως να υπολείπονται σε ευγένεια. Εναλλακτικοί τρόποι να παρακαλέσεις για κάτι είναι:

α) Να το θέσεις ως ερώτημα, π.χ. κάνεις λίγο πιο κει; (που όμως, όπως είπαμε, δεν χρησιμοποιείται με το «τρίζω»).
β) Να μετριάσεις το αίτημά σου με κάποια άλλη λέξη. Χαρακτηριστική η τελείως ηλίθια, αν την πάρουμε κυριολεκτικά, αλλά συχνότατη αποστροφή προς σερβιτόρο: «Να σας πληρώσουμε λίγο;» (Μπα, προτιμώ να μου τα δώσετε όλα!)

Εδώ λοιπόν το ρήμα τρίζω, υπονοώντας ότι θέλουμε να κάνεις μόνο μία ελάχιστη μετατόπιση, που ίσα να τρίξει λίγο ο σουμιές, μετριάζει το αίτημα.

- Χωράω κι εγώ στον καναπέ;
- Χίλιοι καλοί χωράνε. Γιάννη, για τρίξε λίγο να κάτσει κι η Μαρία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

gay-friendly.

Ένας από τους λόγους που η Ελληνική Γλώσσα είναι έτη φωτός ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη είναι η οικονομικότητά της. Αλλά καμιά φορά...

Δε βαριέσαι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Δυναμώνω την ένταση της μουσικής. Από τη χαρακτηριστική κίνηση γυρίσματος του κουμπιού, που εξακολουθούμε να την κάνουμε και τώρα (στον αέρα εννοείται), παρόλο που πλέον στις περισσότερες συσκευές η ένταση ρυθμίζεται με άλλους τρόπους.

Πω ρε κομματάρα! Για σφίξ' το λίγο ν' ακούγεται! (+ κίνηση στον αέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Περί ανθρώπων, με τον ουδέτερο τύπο να αναφέρεται σε άνδρες και το θηλυκό σε γυναίκες: χιουμοριστικά δήθεν απαξιωτικός τρόπος να χαρακτηρίσουμε κάποιον που «μεγάλωσε πια», «δεν είναι παιδί». Ανάλογο για τους άνδρες το μαντράχαλος.

  2. Περί πραγμάτων, μόνο στο ουδέτερο: μεγάλο, υπερβολικά / ενοχλητικά μεγάλο αντικείμενο, γκουμούτσα, τέρας, χτήνος.

  1. Καλά, 32 χρονών γαϊδούρι ακόμα με τους γονείς του μένει;

  2. Κόρη μου, δεν είσαι πια κοριτσάκι. Έχεις γίνει κοτζάμ γαϊδούρα κι είναι καιρός να αρχίσεις να παίρνεις μερικά πράγματα λίγο πιο σοβαρά. Εμάς πόσο πια θα μας κρατάνε τα πόδια μας; Ο πατέρας σου έχει κουραστεί πολύ για σας, για όλους μας. (...Μπλα μπλα, εν ολίγοις «άει παντρέψου να συχάσουμε κι απ' αυτό το βραχνά».)

  3. -Θα χωρέσουν και τα ηχεία στο πορτ-μπαγκάζ; -Κοίτα, έχω πολλά πράγματα. Αν είναι τίποτα γαϊδούρια, καλύτερα να τα βάλουμε στο πίσω κάθισμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα λεφτά, τα χρήματα, τα φράγκα, ο μπερντές, ο παράς, τα μπικικίνια, το ρευστό, τα τάληρα, το μαλλί, τα μαϊδιά (το τελευταίο είναι δωδεκανησιακό).

Ετυμολογία: γκαφ < γκαφρά < φράγκα.

(Μουσικοί σε ταβέρνα. Έχουν τελειώσει το πρόγραμμά τους.)
- Ε, τι λέτε, καλά μας δεν ήταν; Τιγκανάνθρωποι σιγά σιγά;
- Ποιος θα πάει στον έτσι για τα γκαφ;
- Πας;
- Πάλι εγώ ρε μαλάκα; Πήγαινε εσύ.
- Αφού εσύ είχες πει ότι θα πας.
- Πήγαινε ρε μαλάκα, τι ντρέπεσαι; Ελεημοσύνη θα ζητήσεις; Δουλεμένα τα 'χουμε.
- Ξεκόλλα μαλάκα, πήγαινε πάρ' τα να πάμε σπίτια μας.
(Κ.ο.κ. επί μία ώρα...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άξεστος χωριάτης. Περίπου συνώνυμο των μπουρτζόβλαχος και μπαστουνόβλαχος, μόνο που το σκατίβλαχος είναι πιο υποτιμητικό ακόμη, και ενέχει και την έννοια του βρωμιάρη.

Σχόλιο 1: Αυτή η λέξη είναι αρκετά παλιά. Πιθανολογώ ότι είναι παλιότερη από τα σκατίφλωρος και σκατίπουστα, και ότι επομένως έχει αποτελέσει το πρότυπο για το σχηματισμό τους. Σ' εκείνα τα λήμματα, ιδίως στο πρώτο, θα δείτε και τον προβληματισμό περί του ετύμου και της ορθογραφίας τους.

Σχόλιο 2: Τα περί Βλάχων, και πώς η λέξη έφτασε να σημαίνει τον άξεστο, ακαλλιέργητο, χωρίς τρόπους άνθρωπο, είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Ας αναφέρουμε εν περιλήψει ότι είναι μία [φυλή; εθνότητα; ομάδα;] με δύο βασικά κοινωνικά παρακλάδια: τους νομάδες και τους εγκατεστημένους. Οι νομάδες ήταν βοσκοί. Ως μη έχοντες μόνιμη κατοικία, επέσυραν επάνω τους όλα τα στερεότυπα του ανέστιου/φερέοικου, όπως και οι Γύφτοι. Οι εγκατεστημένοι αντιθέτως αποτελούν καύχημα για την Ελλάδα, ήσαν έμποροι με αξιόλογη δράση στην Ελλάδα και τις παροικίες, φορείς επικοινωνίας της τουρκοκρατούμενης χώρας με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πολλοί (π.χ. Αβέρωφ και Τοσίτσας) υπήρξαν μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, και τα λοιπά.

Όλα αυτά (και πολύ περισσότερα) είναι γνωστά. Εκείνο που δεν ξέρω αν έχει θιγεί πουθενά στη βιβλιογραφία είναι ότι στη διαμόρφωση του στερεοτύπου για τον άξεστο Βλάχο έχει παίξει σημαντικό ρόλο το θέατρο σκιών: ο Μπαρμπαγιώργος (ρουμελιώτης τσέλιγκας, θείος του Καραγκιόζη) είναι η κατεξοχήν καρικατούρα αυτού του τύπου. Παρόλο που ο ίδιος ως χαρακτήρας δεν είναι ακριβώς άξεστος, αλλά μάλλον απλοϊκός και τραχύς -ωστόσο τίμιος, γενναίος και κιμπάρης -, ο πονηρός Καραγκιόζης έτσι τον αντιμετωπίζει.

Σημειωτέον ότι ο Μπαρμπαγιώργος δεν είναι κυριολεκτικά Βλάχος: μιλάει ελληνικά, όχι βλάχικα (που είναι λατινογενής γλώσσα). Βλάχο τον λέει ο Καραγκιόζης. Άρα το στερεότυπο υπήρχε ήδη όταν δημιουργήθηκε αυτός ο χαρακτήρας του θεάτρου σκιών.

Ίσα ρε βλαχατερό που θα μου κάνεις εμένα και μπιπ! Να πας στο χωριό σου να κορνάρεις, άει σιχτίρ να πούμε πια με τους σκατίβλαχους εδώ μέσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά λέξη για τη σύφιλη. Εκ του male di Francia = αρρώστια της Γαλλίας.

- Έλα Φιφίν, να παίξουμε οι δυο μας την πουτάνα.
- Πάει. Εγώ είμαι ο πελάτης. Κάνε πως με πλησιάζεις.
[...]
- Αν θες, αντρούλη μου, πάμε εκει πέρα στο γιαπί και μου τη χώνεις από πίσω.
- Πολύ μ' αρέσει αυτό.
- Δεν το λένε έτσι. Λένε: «Πρέπει να σου 'χει σαπίσει από τη μαλαφράντζα για να γαμιέσαι από τη χεζότρυπα, έτσι δεν είναι, γκαμήλα;». Κι εγώ σου λέω: «Όχι μωρό μου. Είμαι καθαρή και απολύτως υγιής. Έλα να δεις το ροδοκόκκινο σκιστό μου.»
- Αν μιλάς συνέχεια εσύ, δεν μπορούμε να παίξουμε άλλο!

(Πιερ Λουΐς, «Μικρές ερωτικές σκηνές», μτφρ. Στράτος Κακαδέλης, εκδ. Ερατώ, Αθήνα 2000)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε θέση επιρρηματικού κατηγορουμένου, σημαίνει ολόκληρος, κατευθείαν, όπως είμαι. Παρόμοια σημασία με το ολοσούμπιτος.
Π.χ. μπήκαμε συμπούρμπουλοι = μπήκαμε κατευθείαν, όπως ήμασταν.

Ετυμολογικό σχόλιο: πιθανώς προέρχεται από το συμπούπουλος = «μαζί με τα πούπουλα», «αξεπουπούλιαστος, αμάδητος», που σε φράσεις όπως «ο σκύλος έχαψε το σπουργίτι συμπούπουλο» τείνει να λάβει τη σημασία του «κατευθείαν, χωρίς πολλά-πολλά».

Και όπως ήμασταν στο κέφι και δε γουστάραμε να το διαλύσουμε, φεύγουμε από το μαγαζί και σκάμε εφτά άτομα συμπούρμπουλοι στο σπίτι του Γιάννη, τρεις η ώρα το πρωί. Χαρές που έκανε η μάνα του!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φλώρος. Αλλά ο πολύ φλώρος: ο υπερβολικά, ελεεινά, εξοργιστικά φλώρος, ο άθλιος, ανυπόληπτος, ουτιδανός φλώρος, ο θλιβερός, απεχθής, σιχαμερός και αξιοθρήνητος φλώρος.

Ή γενικά, κάποιος που θέλουμε να μειώσουμε.

Ίσα ρε σκατίφλωρε που το παίζεις και ιστορία!

Έλληνας πολιτικός - Greek politician - Grieche Politiker (από xalikoutis, 24/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία