Ο φαλάκρας, ο έχων την κεφαλήν ανακλαστήρα. Από την ομώνυμη σειρά με τον Telly Savalas.
-Και του λέω, «πού κουρεύεσαι να γυαλίσω τα παπούτσια μου ρε Κότζακ;».
Ο φαλάκρας, ο έχων την κεφαλήν ανακλαστήρα. Από την ομώνυμη σειρά με τον Telly Savalas.
-Και του λέω, «πού κουρεύεσαι να γυαλίσω τα παπούτσια μου ρε Κότζακ;».
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υπερβολικά κουραστική, ανιαρή, επαναλαμβανόμενη κατάσταση.
- Πού να αδειάζω τώρα το φορτηγό με τα καρπούζια. Σκέτο κουρασεμπόριο. Άλλη φορά...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η παράδοση, ή η τέχνη που περνάει από γενιά σε γενιά. Η βαθιά γνώση ενός αντικειμένου.
Ο Τάκης είναι μεγάλη πουτάνα σ' αυτά ρε, χρόνια στο κουρμπέτι. Δεν πρόκειται να το χάψει σου λέω!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο καλλίγραμμος, μικρού σχετικά μεγέθους κώλος. Το κωλαράκι.
Κοίτα τώρα που σκύβει! Τι κωλυθρίνι είν' αυτό μάνα μ'!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η λούγκρα.
λούγκρα + Λουκρητία = λουγκρητία.
-Κοίτα το Λέλο τη λουγκρητία ρε. Κρίμα τον πατέρα του που κέρναγε στα καφενεία κι έλεγε «έκανα γιο ρε!». Τσκ τσκ...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο τύπος που είναι μέσα σ' όλα, που δε χάνει γεγονός για γεγονός, αλλά που η ύπαρξή του δε στιγματίζει, μιας κι όλοι τον έχουν πλέον συνηθίσει.
- Και ποιοι ήταν εκεί;
- Ο Τάκης, ο Λάκης, ο Σούλα, η Τούλα, ο Μάκης, η Κούλα...
- Τι; Ο Σάκης δεν ήταν;!
- Ε ο Σάκης δε θα 'ταν; Ο αρχι-μαϊντανός;!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που κάνει μια μαλακία και μετά το παίζει Αλέκος.
-Ενώ είχαμε κανονίσει μαζί, δεν ήρθε, και μετά από μία ώρα τον είδα με τη Σούλα, κι έκανε ότι δεν με είδε. Κατάλαβες, ο μαλέκος;!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χτύπημα, κυρίως στο κεφάλι / πρόσωπο, συνήθως με τη βοήθεια αντικειμένου που παραπέμπει στη ματσόλα (είδος ξύλινου σφυριού).
Το χτύπημα δε διακρίνεται από καμία τεχνική, αντιθέτως μάλιστα, χαρακτηρίζεται από αγαρμποσύνη. Το ταβερνόξυλο είναι είδος ξύλου κατά το οποίο πέφτουν πολλές ματσολιές.
Ρίχνω μια καρατιά σε μια καρέκλα που είχε εκεί δίπλα και την κάνω κομμάτια. Βουτάω το ένα πόδι και τον αρχίζω σε κάτι ματσολιές, μέχρι που το πόδι έγινε σαν αγγλικό ερωτηματικό απ' το κεφάλι του...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
(αγγλ. metal)
Είδος ροκ μουσικής που αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 60. Χαρακτηρίζεται από τον παραμορφωμένο ήχο της κιθάρας, τα γρήγορα σόλο και τύμπανα και τα κακά φωνητικά.
Τα παρακάτω σενάρια με ήρωες τον πρωταγωνιστή, τη φυλακισμένη σε κάστρο πριγκίπισσα και τον δράκο που τη φυλάει, αποδίδουν μερικές απ' τις γεύσεις του μέταλ:
(Ελεύθερη απόδοση από αγγλικό κέιμενο άγνωστης πηγής)
- Τι μουσική ακούς φίλε;
- Ε... μέταλ κυρίως...
- Ακούτε μάγκες, μέταλ ακούει το παιδί. Λοιπόν για πες μας ρε «μεταλλά» όλους τους δίσκους των Μέιντεν μαζί με τα έτη κυκλοφορίας, αλλιώς δεν φεύγεις από δω μέσα όρθιος!
Βλέπε και καφρίλα, καφρομεταλλάς, ποζεριά, masturbation metal, μέταλ του μπιμπερό, βλακ μέταλ, μέταλλο, μεταλλοπατέρας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χρησιμοποιείται ως μουνί καπέλο, μουνί καλλιγραφία, ή σκέτο μουνί, για να εκφράσει την κακή κατάσταση ή εμφάνιση ενός αντικειμένου ή μιας φάσης.
Προκύπτει απ' τον ομώνυμο προπονητή του Παναθηναϊκού. Ο όρος έκανε την εμφάνισή του στο δεύτερο μισό του 2006 κι έκτοτε η χρήση του έχει γνωρίσει ευρεία αποδοχή.
-Έχεις καμιά μπλούζα ν' αλλάξω γιατί έβρεχε όπως βλέπεις κι έγινα μουνιόθ...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!