Ο λιγούρης και φτωχαδάκι ταυτόχρονα. Ο φτωχομπινές.
Σιγά μη μπορεί να το αγοράσει, ο χλιμίτζουρας!
Ο λιγούρης και φτωχαδάκι ταυτόχρονα. Ο φτωχομπινές.
Σιγά μη μπορεί να το αγοράσει, ο χλιμίτζουρας!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Προέρχεται από μια παροιμία των Μάγιας, «τρεις το πούτσο κλαίγανε», που αναφέρεται σε τρεις γκόμενες του μακαρίτη! Σημαίνει στεναχώρια χωρίς ουσία, αφού δεν αλλάζει με κάποιο τρόπο. Και τελικά κάτι ανούσιο, ανάξιο λόγου.
- Να πάμε να διαμαρτυρηθούμε.
- Τώρα μάλιστα, τον πούτσο κλαίγανε...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο αφελής, ο κοροϊδίσιος.
- Στην αρχή τα χρειάστηκα, αλλά μόλις κατάλαβα πως είναι λάγιος, τού 'σκασα ένα παραμύθι και μάσησε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
(την κάνω) χάμπατις = κάνω το κορόιδο, αμολάω αετό.
Προέρχεται από το χαμπάρι +τις (=κάποιος).
- Μόλις έκανε κόζι το φλώρι το σπαθί (μαχαίρι), κιότεψε και την έκανε χάμπατις.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο κασμάς είναι αγροτικό εργαλείο, ο γκασμάς είναι άτομο αργόστροφο, που το μυαλό του δουλεύει με κάρβουνο.
-Χίλιες φορές σου τόχω πει, αλλά είσαι τελείως γκασμάς. Ήτανε κουβέντα αυτή που πέταξες μπροστά στον άνθρωπο;
Βλ. και γκαζμάς
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γνωστή και σαν μουνοθύελλα.
- Είχε καθόλου γκομενίτσες στο «La hoja»;
- Μόνο είχε; Σκέτη θεομουνία ήτανε. Όλα τα ποτά πάνω μου τα έχυσα για να κοιτάω.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η μεγάλη αναστάτωση, το μπέρδεμα. Η λέξη «κουλουβάχατα» προέρχεται από την Αραβική έκφραση «Kullu Wahad» η οποία σημαίνει «όλα ένα».
Να τη διώξεις αυτή τη καθαρίστρια. Μου κάνει κουλουβάχατα τα πράγματά μου, η μπετούγια.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που δεν γνωρίζει πράγματα, γιατί και χαζός είναι αλλά και δεν ενδιαφέρεται να μάθει.
- Πάρε τον ξεχαμπέρωτο για συμβουλάτορα, κονόμησες στα σίγουρα. Αυτός δεν έχει ιδέα ρε κοροϊδίσιε, πού πας;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γαμήσου αμέσως. Από το σαλτάρω (= κάνω άλμα), κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα.
*.
-Σάλτα και γαμήσου λίγο παρακάτω, που' χει και άπλα να κάνεις τα τρελά σου.
Δες και *γαμιέμαι - Σχετικά: άι γαμήσου, άντε και γαμήσου, γαμήσου παραπέρα, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συνώνυμο του πνίγω το κουνέλι, κάνω πολύ συχνά sex. Χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες.
-Το πνίγει το λαγουδάκι (κουνέλι) η Μαριάννα. Μη τον δει στα ξένα χέρια!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!