Το μέρος που μπορούμε να κάνουμε εύκολη αναστροφή με το αυτοκίνητο μας. Την άκουσα τη λέξη στην Σητεία στην Κρήτη.

Πάμε να βρούμε μιαν αυγαλεσά να στρίψουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ουσιαστικό. Το σπάσιμο των όρχεων.
Παράγωγο: Σπασαρχίδας.

-Μας μίλαγε δύο ώρες, τι σπασαρχιδισμός!
-Ναι ρε γαμωτο μου, μεγάλος σπασαρχίδας!

Βλ. και σπασαρχίδης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πετρόχτιστος τοίχος που συναντάμε στα χωράφια. Κρητική διάλεκτος.

Είδα την και λιγώθηκα κι ακούμπησα στον τράφο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Σύνθετο επίθετο που αποδίδεται σε άνδρες που φονεύουν μεγάλες ποσότητες ρακής (τσικουδιάς). Με διάφορα είδη μεζέδων φυσικά, κατά προτίμηση χοχλιούς μπουμπουριστούς.

- Ρε εσείς, εκεί στα χωριά σας στην Σητεία στην Κρήτης είσαστε μεγάλοι ρακοφονιάδες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σαλιγκάρι στην κρητική διάλεκτο.

Παράγεται από την αρχαία λέξη κοχλίας που σημαίνει βίδα.

Χοχλιδολόγος είναι αυτός που μαζεύει χοχλιούς.

Πάμε να φάμε χοχλιούς μπουμπουριστούς.

(δηλαδή, σαλιγκάρια τηγανισμένα ανάποδα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είμαι μέσα στην ξηρή ηδονή. Ξηρασία ρε παιδάκι μου, πώς το λένε.

- Τι κάνεις ρε Γιώργο , κάνα γκομενάκι ρε φίλε:
- Άστα να πάνε , κάθε βράδυ ξεροκαβλώνω γαμώ τ' αυτιά μου τα πέτσινα. Τίποτα, ξηρασία αδερφέ μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα μεγάλο ποτήρι κρασί.

Ο Κουρκουμπάτσος ήτανε και παρατσούκλι ανθρώπου που έπινε πολλά ποτήρια κρασί.

Παιδιά, έρχεται ο Γιάννης, κοίτα πώς είναι, τάπα τσι μεθιάς (δαυλί, κουρούμπελο), πρέπει να 'χει κατεβάσει πολλές κουρκουμπάτσες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δαυλός στον κώλο του: Το λέμε για να δείξουμε ότι δεν με ενδιαφέρει για το τι κάνουν οι άλλοι. Δεν μας ενδιαφέρει, π.χ. για το αν κάποιος μας αγαπά ή όχι.

  1. - Ό Γιάννης παντρεύτηκε.
    - Δαυλός στον κώλο του.

  2. Όποιος δεν μας αγαπά δαυλός στον κώλο του.

  3. Κάποτε λέγανε στον Μανώλη:
    - Μανώλη, πέθανε ο Γιώργης.
    - Δαυλός στον κώλο του.

Μετά από πολύ καιρό:
- Μανώλη, πέθανε ο Γιάννης.
- Δαυλός στον κώλο του.

Περασαν τα χρόνια ήρθε και η σειρά του Μανώλη.
- Ρε Μανώλη, τι λες τώρα που πεθαίνεις εσύ;
- Δαυλός στον κώλο αυτών που θα πομείνουνε (μείνουν ζωντανοί).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χαζός, το βόδι, αυτός που περπατάει και παραπαίει, ο τεραστίων διαστάσεων χαζός άνδρας.

Τι βουβούτσος ρε παιδί μου, αυτός ο Γιάννης, δεν ξέρει τι του γίνεται.

Δες επίσης και βους, βόιδαγλας και παιδοβούβαλος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Να χαρούμε τις ψωλές μας παιδιά.

Πάω μια μέρα στο καφενείο να πιώ καφέ.
Έρχεται ο Φουσκολάγουδος.

- Κάτσε ρε Γιώργη ήντα θα πιείς;
- Ένα γκαϊβέ ρε Κούνελε.
- Χουανίτα πιάσε μια φράπα για το Γιώργη.

Έρχεται η φράπα, την σηκώνει ο Γιώργης για να μου ευχηθεί.

- Άϊντε ρε Κουνελε να χαρούμε τσι μπιστόλες μας!!.

Σέκος εγώ απ' τα γέλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία