Πουτσοσκάμπιλο. Το ράπισμα, σκαμπίλι (χτύπημα) του πέους που δέχεται ο ερωτικός σύντροφος (γυναίκα). Μπορεί να γίνει και πουτσόβελος ή πουτσοβέλος.

Έχει χρησιμοποιηθεί κι από τον ράπερ Tus σε τραγούδια του, π.χ. «Το Έχασα».

- Τι έγινε χθες με τη γκόμενα που μας είπες;
- Ουουου! Τα πάντα κάναμε! Της έσκασα κάνα δυο πουτσόβελα. Μου πίπωσε τη μαλαπέρδα. Μού 'γλειψε τα λαμπούρια. Πολύ γαμάτη. Έχυσα τα φλόκια 2 φορές. Δεν κατάφερα τρίτη όμως. Της έκανα οθωμανικό και τσίμπησα μεζέ. Ξενέρωσα μετά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που γαμιέται. Που δέχεται πούτσες.

Και τι σού 'φταιξε ο Αντώνης, ρε καθυστερημένο πουτσόπανο; Τράβα γαμήσου, ρε τραβελόπουστα. Με τις γαμημένες κωλοπαπαριές σου και τα πουτσιλίκια σου, ρε μαλακιστήρι. Ένα γκεϊλίκι είναι η ζωή σου, ρε λούγκρα. Γεμίσαμε πουτσολήπτες. Με εσένα το καλύτερο παράδειγμα. Παρ' τ' αρχίδια μας και ξεκουμπίσου, ρε τριπούτανο. Το μπούλο. Μέγα πουτσολήπτη. Λαμπουρόφατσα.

Βλέπε και τρώω πούτσα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέμε όταν ο άντρας βαράει με το πέος του οτιδήποτε. Συνήθως το πρόσωπο του ερωτικού συντρόφου. Γνωστό και ως πουτσοσκάμπιλο.

- Βάρα με με το καυλί σου.
- (Φλαπ!)
- Θεέ μου, τι πουτσοφάπα ήταν αυτή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η στάση όπου ο ερωτικός σύντροφος γλείφει την κωλοτρυπίδα της γυναίκας.

Φυσικά, μπορεί να γίνει μεταξύ γυναίκας και γυναίκας, ή άλλα που με αηδιάζουν επειδή δεν είμαι γκέι.

Γυναίκα: - Ναι, τι ρουφοκώλι είναι αυτό;
(ο άντρας κλάνει)
Άντρας: - Συγγνώμη.
Γυναίκα: - Όχι τέτοια όταν τρως ή γλείφεις...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που σου τη σπάει, αυτός που είναι ενοχλητικός, σπαστικός.

- Σε παρακαλώ, δώσε μου το στυλό.
- Ρε φίλε, λέμε «όχι». Μην μου πρήζεις άλλο τα λαμπούρια. Είσαι απίστευτα σπασαρχίδας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο παχύς, ο χοντρός.

- Θέλω κι άλλο σάντουιτς.
- Δε μας γαμάς, ρε στρούβλε; Μας τα 'χεις πρήξει πια. Θα φας αλλά πιο μετά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ύβρις προς τον πολιτικό που δεν κάνει καλά τη δουλειά του και νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του.

-Άραγε θα τελειώσει ποτέ αυτή η κρίση;
-Θα τελειώσει, μη φοβάσαι. Θα γλιτώσουμε, έστω με τόσους τραμπύληδες πολιτικούς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η λέξη έχει πολλές έννοιες. Την λες ας πούμε όταν διαφωνείς με κάτι και λες, ας πούμε, ότι δεν θα γίνει ποτέ (τ' Αγίου Πούτσου), ή όταν θες να περιγράψεις κάτι που είναι χάλια, π.χ. μια κατάσταση, ή κάτι, τέλος πάντων. Σε όλες τις περιπτώσεις η λέξη είναι χυδαία.

Πω ρε με αυτή τη κρίση. Δεν θα καταφέρω να κρατήσω το σπίτι μου με τέτοιο τριπούτς επάγγελμα.

Jeanne Tripplehorn, έχει καυλώσει περισσότερα από τρία πουτς (από Vrastaman, 02/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρύφλα λέμε όταν κάποιος είναι πωρωμένος, κολλημένος μ' ένα κορίτσι, αλλά δεν μπορεί (σύμφωνα με τις σκέψεις του, τουλάχιστον) να κάνει τίποτα για να το κερδίσει. Μπορεί επίσης να γίνει επίθετο (τρυφλωμένος, τρυφλαρισμένος).

Δεν είναι χυδαία λέξη, άρα η χρήση της θα μπορούσε να γίνει οπουδήποτε και όποτε νά 'ναι.

- Την έχεις ερωτευτεί την Περσεφόνη αλλά δεν το παραδέχεσαι.

- Την Περσεφόνη;! Δε λέω, είναι όμορφη, αλλά με την Βασιλεία έχω πάθει την πραγματική τρύφλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι η στάση όπου η γυναίκα τρίβει τους όρχεις του άντρα.

- Έτσι, ναιιιι, ζούλα μου τ' αρχίδια...
- (επιφώνημα που δείχνει απόλαυση)
- Ναι, μωρό μου. Κάνεις τέλειο τσαγωτό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία