Δύο επιπλέον ορισμοί:
- Λέγεται αποδοκιμαστικά για κάποιον που επιτέλους τελείωσε κάτι (συνήθως στον αόριστο: έσωσε).
- Στον αόριστο (αντί για παθητική φωνή) για κάτι που σώθηκε.
Όταν έσωσε και ντύθηκε η Άννα, είχαν ήδη φύγει οι άλλοι από το καφέ.
Μού 'σωσε το αλεύρι, πετάξου να φέρεις.