O μιλάκας (milakash), o κοινώς γνωστός... μαλάκας. Προφέρεται με... βορειοβαλκανική προφορά. Συναντάται και ως μιλάκις (milakish) ή και μιλακες (milakesh).

(δεν χρειάζονται)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το στρινγκ που δεν είναι απαραίτητα μεγάλο, αλλά συνοδεύει μεγάλα και ζουμερά οπίσιθια.

Μαλάκα, βγήκε έξω με τον στρίγκαρο και μια μίνι φούστα!

(από protnet, 26/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο τύπος του ανθρώπου που κάνει skateboard, ακούει ανάλογη μουσική (Slipknot, Limp Bizkit, The Offspring etc.) και συχνάζει με τις παρέες του σε πλατείες και γενικώς μέρη με ανοιχτό χώρο. Στο MSN τους γράφουν ως προσωπικό μήνυμα πράγματα τύπου: «sk8 is life», «sk8 or die», «sk8 or sk8». Διώκονται κυρίως από: τραγόπαπες (αν ασκούν τις ιδιότητες τους μπροστά σε εκκλησία), γριές (που νομίζουν ότι τα skateboards είναι πράματα του Σατανά, γι' αυτό μπορεί να πετύχετε τη γιαγιά κάποιου σκεϊτά να του κάνει ευχέλαιο).

Διάλογος μεταξύ σκεϊτάδων περιλαμβάνεται παρακάτω.

- Μιλάμε, πήγα στα Frozen Wave και φέρανε κάτι καινούρια skates, με κάτι σχέδια να γουστάρεις! Μια καινούρια παρτίδα της Elements με 30% έκπτωση!
- Άσε ρε, εγώ παράγγειλα το δικό μου απ' το ίντερνετ... Πιο φτηνό ήταν. Από το http://www.skateheaven.co.uk...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάποιος που είναι χαζός ή παντελώς άσχετος με κάτι.
Συνώνυμα: γκάου μπίου, γκάου, γεια σου.

- Καλά αυτός ο Τάκης είναι τελείως νιάου! Δεν καταλαβαίνει τι του λες, στον κόσμο του είναι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μυξιάρης, που ψάχνει για κοιτάσματα πετρελαίου στα ρινικά του σπήλαια.

- Καλώς το μυξοβοσκό! Βρήκες κάνα κοίτασμα ή θα παγώσουμε πάλι, τόσο ακριβό που είναι το πετρέλαιο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χρέωμα (ρήμα χρεώνω, παθ. χρεώνομαι) αποτελεί, με λίγα λόγια, το κάρφωμα. Την ακούσια, συνήθως, αποκάλυψη μιας πράξης ή συνήθειας που δεν είναι συνετό να αποκαλυφθεί. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ χασικλήδων είτε αναρχικών. Από τους πρώτους, για την πράξη κάποιου η οποία βάζει σε κίνδυνο την αγάπη τους για το ..εχμ.. βότανο, για τους δεύτερους την ελευθερία τους από την αστυνομία.

  1. Ρε μαλάκα κράτα τον φοσμπά σαν άνθρωπος, χρεώνεσαι σε όλο το πάρκο!

  2. Ρε συ φόρα μαύρα όταν θα πάμε να σπάσουμε την τράπεζα, μη χρεωθείς μετά!

  3. Μα πες μου, κυκλοφορείς με τα χρεωμένα χαρτάκια (σ.ς. που λείπει το πάνω μέρος για την δημιουργία τζιβάνας);

Βλέπε και χου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ομοφυλόφιλος. Μάλλον προέρχεται από τις θηλυκοπρεπείς κινήσεις τους.

Δες, ρε, τον ντιγκιντάγκα τον Λούλη, που έρχεται με διχάλα 1-4 στο μπαρ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία