Το εισήγαγε μια που πουλούσε χαλιά στην τηλιόραση, Μοιραράκη αϊ θίνκ, για να περιγράψει μια απόχρωση του κόκκινου και του μπορντώ ίσως.
Σας παρουσιάζω τώρα μια υπέροχη μπουχάρα, μπορδοροδοκόκκινη...
Το εισήγαγε μια που πουλούσε χαλιά στην τηλιόραση, Μοιραράκη αϊ θίνκ, για να περιγράψει μια απόχρωση του κόκκινου και του μπορντώ ίσως.
Σας παρουσιάζω τώρα μια υπέροχη μπουχάρα, μπορδοροδοκόκκινη...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Βασικά είναι επώνυμο, αλλά λόγω του γελοίου στο σχολείο το χρησιμοποιούσαμε μεταξύ μας, χαρακτηρίζοντας αγοράκια που σέρναν και ήθελαν να το βυθίσουν στη μηλόπιτα.
- Κοίτα ρε ο σπόρος, θέλει και να μαμήσει.
- Πού πα ρε, τσουτσουλικλή;!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η μολότοφ... του Βορρά, τι άλλο να πεις.
- Πως τη λέτε ρε τη μολότοφ στη Σαλόνικα;
- Ξέρω 'γω ρε... μπουγάτσα με στουπί μάλλον.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Παραλλαγή του γέροντα Παϊσίου. Ο γνωστός και μη εξαιρετέος από το φατσοβιβλίο, για τα κακώς κείμενα του χριστιανισμού και όχι μόνο, τον οποίο παραλίγο να τον κλείσουν και φυλάκα και να του βουλώσουν το στόμα, στη μητέρα της Δημοκρατίας στην οποία έχουμε εμείς όλοι την τύχη να ζούμε.
Από τότε συναντάμε διάφορες μορφές του όπως Γέρων Μαϊπρίσιους, Γέρων... Κολοκύθιους κλπ κλπ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Απ'το χέζω, χέσιμο, σκατό, σκατίλα, χεσίλα.
Ακούγεται λίγο πιο αηδιαστικό, ίσως και λίγο πιο υγρό. Μάλλον κοντεύει περισσότερο στο τσιρλιό.
Έριξα μια χεσίλα, άλλο πράγμα.
Μ' έπιασε μια χεσίλα... κάτσε καλά!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Από την αείμνηστη ηθοποιό, αλλά πλέον χρησιμοποιείται υποτιμητικά και περισσότερο σαν συνώνυμο του λωξάντρα, σουβλίτσα κλπ.
Προφανώς από το πρόθεμα Λολο- που φαίνεται λίγο αστείο.
- Τι κάνεις μωρή λωξάντρα;
- Ίσα μωρή λολομπριτζίτα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το όνομα Βασίλης σε διάφορες τοπικές διαλέκτους. Το αντίστοιχο του Βασίλω μάλλον είναι Τσίλιο.
Τώρα προφανώς βγαίνει απο το Βασίλης-Βατσίλης-Τσίλης. Καλό και απλό.
Απ' όλους τους ποιητές μ' αρέσει ο Μαβίλης
κι απ' όλα τα ονόματα μ' αρέσει το Βασίλης (Τσίλης).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Βασικά έτσι ονομάζουν την μπάντα τους οι λαοφιλείς ρεντ χοτ τσιλι πεππερς.
Επεκτείνοντας, μια μπάντα που αποτελείται μόνο από άνδρες (πούτσες) και ακόμα παραπέρα μια ορχήστρα που παίζει για τον πέουλο.
- Χθες πήγα μέγαρο.
- Τι πήγες να δεις ρε, καμιά πουτσορχήστρα;
- Όχι ρε μαλιάκα, ήταν εκεί οι ρεντ χοτ τσίλι πέππερς!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η τρομερή, βροντερή πορδή με την κατάληξη -κλας, όπως λέμε άντρακλας, και γίνεται υπερπολλαπλάσιο.
- Τι μυρίζει έτσι ρε μεγάλε σαν ψοφίμι, έκλασες;
- Ναι ρε, την αμόλησα.
- Αυτό ρε δεν είναι κλανιά, είναι πόρδακλας!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!