Σημαίνει αυτός που έχει κάποιο χαρακτηριστικό από τότε που γεννήθηκε.

- Ρε θεία, πως είναι έτσι κουτσός αυτός;
- Είναι γεννητάτος, μάνα μου. (έτσι γεννήθηκε)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όσοι με βλέπουν νιώθουν φρίκη και αποτροπιασμό.

Από ρήμα φρίττω.

Μεταφορικά, ντροπιάζομαι μπροστά σε όσους είναι παρόντες.

  1. Εχθές μαλώσαμε στον δρόμο και γίναμε έφριγο στο κόσμο.

  2. Άμα δε σταματήσεις να φωνάζεις θα γίνουμε έφριγο στο χωριό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάλι είναι το άλογο στα αρβανίτικα. Καλικότσια: όταν πας καβάλα στην πλάτη του ζώου (άλογο, γαϊδούρι, μουλάρι), στη Μεσσηνία. Μεταφορικά λέγεται και όταν ανεβαίνει παιδάκι στην πλάτη του πατέρα του.

  1. Πήγα μια ώρα δρόμο καλικότσια.

  2. Τον πήρε ο πατέρας του καλικότσια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψηλός, αργός και άγαρμπος.

Αυτός είναι σκέτος φασιακούτας, δε μπορεί να κάνει μια δουλειά σωστά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κούρσο, σημαίνει η ληστεία που κάνουν οι κουρσάροι. Η έκφραση είναι «σε είχα στείλει στο κούρσο;» ή «είχες πάει για κούρσο;»

Είσαι κουρασμένος; Πού κουράστηκες; ε; σε είχα στείλει στο κούρσο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γιοργάδα = το τρέξιμο του αλόγου με σωστό ρυθμό, ο καλπασμός (ίσως από το γοργός).

Γιοργαλίδικο = το άλογο που πάει γιοργάδα.

Μεταφορικά για άνθρωπο που τον έχουν βάλει κάποιοι να δουλεύει.

  1. Να έβλεπες εχθές πως έτρεχε ο Νίκος με το άλογο, το πήγαινε γιοργάδα.

  2. Πάρε αυτό το άλογο, είναι γιοργαλίδικο, θα με θυμηθείς.

  3. Άμα πεις του Νίκου τι να κάνει, μετά πάει γιοργάδα μόνος του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάποιος μπαίνει Σόλων κυριολεκτικά, όταν χάνει ένα παιχνίδι στην πρέφα και δίνει πόντους σε όλους τους αντιπάλους. Μεταφορικά για κάποιον που πληρώνει για όλους.

Λογοπαίγνιο με το σ' όλων < σε όλων, δηλαδή «σε όλους, δίνει σε όλους».

Σολαρία, η κατάσταση κάποιος να μπαίνει σόλων τακτικά στη πρέφα.

Του κάναμε μεγάλο χουνέρι, χωρίς να έχει καλό χαρτί, την πάτησε και τονε βάλαμε Σόλων.

Σόλων ο Αθηναίος (από Khan, 03/12/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

προγκάω = διώχνω, ξαφνιάζω, φοβίζω, τρομάζω.

πρόγκα = κάτι που σε φοβίζει.

  1. Το γαϊδούρι πρόγκηξε από το δυνατό θόρυβο = το γαϊδούρι τρόμαξε από το δυνατό θόρυβο.

  2. Η μύτη της μας πρόγκηξε = η μύτη της μας φόβισε.

  3. Έχει μια μύτη πρόγκα = έχει μια μύτη άσχημη που σε φοβίζει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Tράκο σημαίνει το χτύπημα. Eπίσης σημαίνει το τρακάρισμα με αυτοκίνητο ή μηχανή. Mερικές φορές σημαίνει «η σοβαρή προσπάθεια για να πετύχουμε κάτι».

Eκφράσεις συνηθισμένες είναι :
-Tου έδωσα ένα τράκο.
-Tου έριξα ένα τράκο,
-Έφαγα ένα τράκο.
-(Χρήση ως παρατσούκλι) Ο μήτσιοτράκος.

-Άντε, παμε να του δώσουμε ένα τράκο και θα δούμε τι θα βγει (πάμε να κάνουμε μια προσπάθεια και θα δούμε)

-Εχθές που ερχόμουν απο Κηφισίας, ένα αυτοκίνητο δε πρόλαβε να φρενάρει και έριξε ένα τράκο στο μπροστινό, που να ειδής...

-Ο Νίκος έφαγε ένα τράκο με το μηχανάκι, πού να στα λέω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει μήπως και μάλλον. Προέρχεται από το σάμπως, που επίσης σημαίνει μήπως και μάλλον.

  1. Για σώπα ρε, σάμπατι άρχισε να βρέχει.

  2. Άστονε αυτόνε, μη τον κάνεις πολύ παρέα, σάμπατι μολογάει και τίποτα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία