Οι όρχεις των ζώων αλλά και των ανθρώπων, στην κρητική ιδιόλεκτο.
Αλλιώς και: ασβάχια.
Εντάξει φίλε αυτά τα γράφουμε στα ζουβάχια μας!
Οι όρχεις των ζώων αλλά και των ανθρώπων, στην κρητική ιδιόλεκτο.
Αλλιώς και: ασβάχια.
Εντάξει φίλε αυτά τα γράφουμε στα ζουβάχια μας!
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αποκλείεται, ούτε να το σκέφτεσαι, αποτελεί έκφραση αποδοκιμασίας που χρησιμοποιούνταν στο στρατό και σήμαινε ότι αποκλείεται να πραγματοποιηθεί αυτό που ζητείται ή απαιτείται
Συνώνυμο: και μπορέλι.
Με σαφή προέλευση από τον παλιό παίκτη του ΠαναθηναΪκού Χουάν Χοσέ Μπορέλι.
-Εσύ είσαι για σκουπιδιάρα σήμερα;
-Και μπορεί να είμαι εγώ!
ή
-Και μπορεί!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.
Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.
-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο κτηνοβάτης, με κατσίκα.
(από το ΑΜΑΝ)
- Έχτισα σπίτι μόνος μου και κανείς δεν με είπε μηχανικό, μια φορά πήγα και εγώ με την Ασπρούλα και αμέσως όλοι ο κατσικογάμης, ο κατσικογάμης!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Απόλυτη πεποίθηση ότι η επαπειλούμενη ζημία ή βλάβη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή δεν έχει το θάρρος ο απειλών να την πραγματοποιήσει. Εμφατικό του «θα μου κλάσει τ'αρχίδια».
- Ο Χ λέει μη σε πετύχει γιατί θα σε σκίσει!
- Καλά που μου το είπες, όταν έρθει σπίτι να θυμηθώ να τον κεράσω μια φασολάδα για να μου κλάσει τ'αρχίδια!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.
Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.
βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.
Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).
- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
μεταφ.: εξαιρετικά, πολύ σπουδαία ερμηνεία -κυρίως σε εκτέλεση μουσικού. Πάρα πολύ (για πιοτό).
συνώνυμο: παίζει παπάδες!
Ο τύπος που μοιάζει με τον Μάρλεϊ παίζει στην κιθάρα κωλάντερα!
Χθες πάλι ήπιαμε κωλάντερα και δεν την παλεύω καθόλου σήμερα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χρησιμοποιείται μεταφορικά σε περίπτωση που κάποιος αποδεικνύεται ιδιαίτερα τυχερός -κωλόφαρδος- σε κάποιο παιχνίδι, πχ. τάβλι και χάριν αστειότητας είναι το όργανο που θα μετρήσει το βάθος της κωλοφαρδίας.
-Τρίτη φορά εξάρες!
-Δεν παίζεσαι με τίποτα, να φέρουμε το κωλοβυθόμετρο!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Εγκωμιάζω, παρακαλώ ή καλοπιάνω κάποιον χυδαία και υπερβολικά για κολακεία προκειμένου να μου κάνει κάποια χάρη ή για να αποκτήσω ή να ξανακερδίσω τη φιλία ή την ευμένειά του, γλείφω, λιβανίζω.
αντικείμενο: κωλογλείψιμο
Ο Χ κωλογλείφει την προϊσταμένη για να προτείνει αυτόν για τη θέση που άδειασε!
Σε άλλες γλώσσες: to kiss ass, to suck up (αγγλικά), arschkriechen, einschleimen (γερμανικά)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
(μεταφορικά) Το πολύ μικρό σπίτι, συνήθως παλιό και σκοτεινό.
Απορώ πώς μένεις σε τέτοια κωλοτρυπίδα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!