Αρνητικός χαρακτηρισμός που συνδυάζει τους χαρακτηρισμούς ξινή και καριόλα. Ξινιόλα είναι η γυναίκα που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της παράλληλα ξινίλα και δηθενιά με συμπεριφορά καριόλας. Ο συγκεκριμένος τύπος είναι πιο ύπουλος από την καριόλα, αφού δρα πιο κεκαλυμμένα. Εξωτερικά αναγνωρίζεται από την έφεση στο να ξινίζει την μούρη.

1) Νομίζω η Μάρα παίρνει άνετα το βραβείο της ξινιόλας... Μαλάκα το παίζει φίλη μας και μας σκάβει το λάκκο...
2) - Μα γιατί δεν τη συμπαθείς τη Γεωργία;;
- Έλα ρε είναι ξινιόλα η τύπισσα. Όλη τη μέρα μας μίλησε μόνο και μόνο για να μας πει πόσο ανώτερη είναι από εμάς...

Σχετικά: ξινός, ξινομούνα, ξινίχλας, ξινομουνίαση, ξινόπουστα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρωσική λέξη λατινικής ρίζας που ανάμεσα σε άλλες (προπαγάνδα, ιντελιγκέντσια, αγκιτάτσια, προβοκάτσια) πέρασε στην ελληνική πολιτική σλανγκ, ιδιαίτερα στην κουκουσλάνγκ. Κοοπτάτσια ή κοπτάτσια υπάρχει όταν ένα αρχηγικό στέλεχος κατ' εξαίρεση δεν εκλέχθηκε από τα μέλη στη θέση αυτή, αλλά διορίστηκε απ' ευθείας από ανώτερο όργανο.

1) Ο Ζαχαριάδης έφτασε στην Ελλάδα το 1931 και έγινε ΓΓ με κοοπτάτσια της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
2) Υπό συνθήκες παρανομίας τα όργανα δεν μπορούσαν να εκλεγούν και έμπαιναν με κοοπτάτσια μόνο.
3) Πότε διαλέξαμε εμείς τον βασιλιά; Με κοοπτάτσια δεν τον φέρανε;

Ορισμένες φορές η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά και εκτός πολιτικής σλανγκ για να δηλώσει τον φυτευτό, κάποιον, δηλαδή, που τίθεται σε θέση ευθύνης χωρίς να έχει επιλεχθεί από τους υφισταμένους του.

1) - Άσε το αφεντικό μας έβαλε έναν καινούργιο προϊστάμενο πολύ μαλάκα και μας έχει πρήξει...
- Ποιος είναι αυτός;
- Δεν τον ξέραμε, τώρα ήρθε, με κοοπτάτσια.
2) - Και γιατί παρακαλώ να οδηγήσεις εσύ; Μας ρώτησες;
- Όχι δεν σας ρώτησα, θα οδηγήσω με κοοπτάτσια του μπαμπά μου που έχει το αυτοκίνητο. Γκέγκε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πολύ παραγωγικός και αποτελεσματικός εργάτης ή ο εργάτης που εισάγει μια καινούργια μέθοδο ("νόρμα") που εκτοξεύει την παραγωγή. Η λέξη προέρχεται από τον Αλεξέι Σταχάνοφ, σοβιετικό εργάτη ορυχείου κατά τη δεκαετία του '30, που ξεκίνησε το ομώνυμο κίνημα. Πιο συχνά ο όρος απαντάται ως σταχανοβίτης αλλά κάποιες φορές ως σταχανοφικός. Ξεκίνησε ως κουκουσλάνγκ αλλά πλέον χρησιμοποιείται ευρύτερα.

1) Δουλεύει από το πρωί έως το βράδυ σαν τον σταχανοβίτη, μυρμήγκι αθόρυβο κι ακούραστο (από εδώ)
2) «Άμα λευτερωθούμε Πίδα, θα πάμε στον Πειραιά να δουλέψουμε μαζί στο εργοστάσιο, θα φκιάνουμε τραχτέρ να οργώνουν τη γης, καράβια που θα ταξιδεύουν ως την άκρη του κόσμου, αεροπλάνα, παιχνίδια για τα παιδάκια, πολυθρόνες για τους γέρους. Θα γίνουμε σταχανοφικοί. Γιατί να μη γίνουμε; Όλα δικά μας θάναι», Κώστα Μπόση, "Εμείς θα νικήσουμε", 1953, Νέα Ελλάδα
3) Χθες τρεις ώρες προσπαθούσαμε να στήσουμε το κρεβάτι μέχρι να έρθει ο σταχανοβίτης ο Κώστας να μας βάλει σε σειρά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε