1. Εκ του αρχαιοελληνικού βυττίον. Το μεγάλο βαρέλι, συνήθως χειροποίητο, που χρησιμοποιείται κυρίως για την αποθήκευση κρασιού. Στη Μεσσηνία και στη Λακωνία προφέρεται αυστηρά με παχύ κλειστό -τσ-.

  2. Μεταφορικά στη διάλεκτο της νότιας Πελοποννήσου το βουτσί υποδηλώνει θάνατο, καταστροφή, παρακμή. Η μεταφορά προκύπτει από το σχήμα που παίρνουν τα κουφάρια των ζώων κατά την αποσύνθεσή τους, όταν, δηλαδή, τουμπανιάζουν και μοιάζουν με βαρέλι. Όταν η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά, εκφέρεται είτε περιφραστικά ως "μας βρήκε/θα μας βρει βουτσί" είτε σκέτη, μετά από δευτερεύουσα υποθετική πρόταση, χωρίς ούτε καν άρθρο, κατά το σχήμα "αν συμβεί/γίνει κάτι.. βουτσί"

1) -Ωραίο κρασί δικέ μου
- Όταν έχεις δρύινο βουτσί, βγαίνει λουκούμι!
2) - Άντε πάμε να φύγουμε
- Μαλάκα έχουμε πιει, αν οδηγήσουμε όπως είμαστε τώρα θα μας βρει βουτσί...
3) Αν σε ξαναδώ να ψάχνεις τα πράγματα μου, βουτσί!
Το μέγκα λέει ότι, αν βγούμε απ' το ευρώ, βουτσί!
Αν σε πετύχει μόνο σου το βράδι ο σκύλος μου, βουτσί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πορτοκαλάκιας καλείται ο οδηγός με την παράξενη συνήθεια να λαμβάνει στα σοβαρά τον πορτοκαλί σηματοδότη των οδικών φαναριών και, αντί να επιταχύνει για να μην τον πιάσει το κόκκινο, να επιβραδύνει και να σταματάει.

Ο πορτοκαλάκιας προκαλεί νεύρα όταν ο συνεπιβάτης του βιάζεται, ωστόσο στηρίζει την επιλογή του να δίνει σημασία στο πορτοκαλί κάθε φορά που του ασκείται κριτική.

  1. Άσε μαλάκα, έχω πέσει σε πορτοκαλάκια ταρίφα και θα αργήσω..
  2. Οδηγώ μόνο 2 μήνες και είμαι λίγο ψαρωμένος και πορτοκαλάκιας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το είδος αυτό προκύπτει όταν συναντάμε στον ίδιο άνθρωπο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κάγκουρα και ταυτόχρονα του φιλελέ/νεοφιλελέ.

Ο καγκουροφιλελές συνδυάζει αρμονικά τον εκλεπτυσμένο ψωνισμό και την απέχθεια των φιλελέδων για το λαουτζίκο και το ελληναριό με βασικά στοιχεία του κάγκουρα, όπως το ντύσιμο, το μηχανάκι, το κινητό και η συμπεριφορά πέφτουλα. Σε αντίθεση με τον ορίτζιναλ κάγκουρα δεν βρίζει τους γκέι ούτε προβαίνει σε πράξεις βίας, ενώ σε αντίθεση με τον γνήσιο φιλελέ προτιμάει να μην ζώνει το πουκάμισό του και είναι πιο χύμα γενικά.

Συναντάται κυρίως σε αστικές με μεσοαστικές συνοικίες, ψηφίζει Τζήμερο ή Μάνο και έχει όνειρο να φύγει από την Ελλάδα. Χαρακτηριστική σε αυτόν είναι η συχνή χρήση αγγλικών όρων στην καθημερινή ζωή. Το συγκεκριμένο είδος/υβρίδιο έχει ενισχύσει την παρουσία του τα τελευταία χρόνια καθιστώντας αναγκαίο να σχηματιστεί ο σύνθετος όρος που το περιγράφει.

  1. - Δεν βγαίνω ρε δυτικά προάστια με τους φτωχομπινέδες. Πάμε Γλυφάδα, είναι από τα λίγα μέρη που αξίζουν στην Ελλάδα. Φέρε και την αδερφή σου!
    - Ρε φίλε πόσο καγκουροφιλελές είσαι..

  2. - Πάλι οι εχθροί της ελεύθερης οικονομίας κλείσανε τους δρόμους! Πώς θα πάρω ζελέ για το μαλλί τώρα;
    - Έλα ρε μη γίνεσαι καγκουροφιλελές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία