Φράση άφεσης αμαρτιών προς όλους τους υπερβόλες. Φτιάχνομαι και μόνο που λέω κάτι, μη με ζορίζεις να σου αποδείξω γιατί δεν υπάρχει απόδειξη. Θέλω να πουλήσω λίγο μούρη ακόμα και άτεχνα, έστω κι αν ξέρω ότι δεν πείθω κανένα. Μη με παίρνεις στα σοβαρά προκαταβολικά, έτσι για την πλάκα, για το κλίμα και την ωραία ατμόσφαιρα το κάνω, έχοντας συναίσθηση της γελοιότητας μου και νιώθοντας το χάλι μου - αλλά η ροπή στη μαλακία είναι ακατανίκητη και πάνω των δυνάμεών μου - και προπαντώς μη μου κρατάς κακία που δεν είμαι σοβαρός, φίλε ακροατή, συνομιλητή, αναγνώστη τούτων των αράδων. Ο πληθυντικός "παίρνω κι άλλους στο λαιμό μου" δείχνει ότι αφού το κάνουν κι άλλοι και τη σκαπουλάρουν, δε τους γυρεύει κανείς τα ρέστα για τα φούμαρα, γιατί όχι κι εγώ; Επιείκεια στον (παθολογικό) ψεύτη που τον πρώτο χρόνο χαίρεται, τον δεύτερο μαραίνεται - ή παντρεύεται, το ίδιο κάνει. Το ζητούμενο είναι: "Μη μου χαλάτε την ονειροπόληση, που κάνω τα πικρά - γλυκά κι ας μην τα διορθώνω στ'αλήθεια. Αφήστε με να ζω εκτός πραγματικότητας, στον κόσμο μου και που και μου με θράσος ότι ίσως και να περάσει κάτι από την τρέλα που πουλάω στους άλλους, όντας ακίνδυνα επικίνδυνος". Γεια χαρά νταν και τα κουκιά μπαγλάν.


1.- Μια φορά εκίνησα να πάω στα Χανιά από το Καστέλι και μέχρι να φτάξω, ήπια εκατό μια τσικουδιές. Όπου εστέκουμουνα, μ'εκέρνουναν.
- Είντα λέεις μωρέ Γιώργη, αρχίνιξες πάλι τσι κουζουλάδες σου; Να τσι μετρήσεις να ζαλιστείς θέλει, όι να τσι πιεις... Αφού δε κατέχω είντά σε; "Να μην κάνομε, να μη λέμε κι ολας;"...
2.- Κι ήτανε η μικρή ένα ξερολούκουμο... Αλλά άσ'τα αυτά, περάσανε. Δεν είμαστε πια για τέτοια. Πάει η μπογιά μας.
- Ναι μωρέ καημένε χαχαμίχο... Εμείς τώρα πια, απογαμέψαμε. Αλλά να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας; Ο,τι μπορούμε...
- Σαν τους πιτσιρικάδες καταντήσαμε που την έχουνε αλλά δεν ξέρουν τί να την κάνουν και τηνε καταντούνε λάστιχο. Α,ρε φτωχά νιάτα κι έρημα γεράματα...Δεν πείθουμε πια κανέναν με τις γκομενοδουλιές μας τάχα μου...
- Έλα να πούμε το τραγουδάκι:
"Γεράματα βρε φίλε μου,
καθόμουν σε μιαν άκρη.
Κοίταζα τον πούτσο μου
και μού'φυγ' ένα δάκρυ...
Πούτσα μου πώς κατάντησες
εσύ σ'αυτό το χάλι...
Όταν έβλεπες μουνί
γινόσουνα ατσάλι!"
Από εδώ
3.-Είδες τη Γιωργίτσα; Βλαμμένο, βλαμμένο τη λέγανε όλοι στη γειτονιά αλλά μπήκε πρώτη πρώτη στο πανεπιστήμιο και στη σχολή που ήθελε...
- Σιγά, κι εμένα ο Νικολάκης μου άμα ήθελε δε θά'μπαινε... Διάβαζε, διάβαζε αλλά τί να γίνει, δεν τα κατάφερε... Να τελειώσει τουλάχιστο καμιά τέχνη και θα τη βρει την άκρη...
- Ποιος διάβαζε μωρή; Το χαζογκομενί σου όλη μέρα καιγόταν με το προ και πήγαινε σχολείο μόνο να χαβαλεδιάσει! Σε τα μας τώρα; Είσαι συ πτυχιούχα και το πελαγώνεις το μόμολο σου κι επαναπαύεται... Έλα τώρα... Μη γίνεσαι "να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας"... Μην τον δικαιολογείς... Πας και μπλέκεις με τα νιάνιαρα κι εσύ... Αφού είναι αλλού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο εκμηδενισμός. Όταν κάτι έχει καταστεί νίλα, εκ του λατινικού "nihil" που προφερόταν σαν νίιλ και σήμαινε "τίποτα". Ειδικότερα, όταν ένας γλωσσικός τύπος εμφανίζεται στη γλώσσα, χωρίς να φέρει σημασιολογικά στοιχεία, αλλά να είναι περισσότερο ενα μελωδικό στοιχείο με συγκεκριμένη στάση - συναισθηματική φόρτιση ανεξαρτήτως του πρωτοτύπου νοήματος που έφερε η λέξη, ή οι λέξεις που το αποτελούν αν πρόκειται για φράση.


Οι κλειστές τάξεις των λέξεων απανταχού των γλωσσών (π.χ. άρθρα, σύνδεσμοι, παγιωμένες φράσεις κενού περιεχομένου, βλ. "ξέρω 'γω")ακόμη και μορφηματικών κατηγοριών όπως κλιτικά επιθήματα -ος, -α, -η, -ων κ.λπ. (ονοματικά) -άω, -ουμε, -ετε κ.λπ. (ρηματικά) που έχουν λεξικοποιηθεί για τη συντακτική τους χρήση σε φράσεις ή σε ρίζες φτιάχνοντας λέξεις που είναι οργανικά εργαλεία, χαρίζοντας μορφή σε μία γλώσσα, αλλά δε φέρουν σημασία παρά μόνο γραμματικοσυντακτική λειτουργία, καθώς το νόημα και ο τρόπος που προέκυψαν έχει χαθεί στα βάθη των αιώνων.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το σύνδρομο του ξερωγού. Χρησιμοποιείται κατά την ανάκυψη εγκεφαλικών βραχυκυκλωμάτων σε μία αφήγηση. Δε φέρει πλέον σημασία και λειτουργεί ως στολίδι του προφορικού λόγου για να μη λήγει ξερά κι αδιάφορα το εκφώνημα. Αντικαθιστά το πάλαι ποτέ ημι-λόγιο "φερ'ειπείν" (=μιας που το'φερε η κουβέντα) ή το παλαιομαγκίτικο "να'ούμ'".Αν και αυτά είχανε πιο πολύ κυριολεκτικά την έννοια του "παρεπιπτώντος" και οριστικοποιούσαν τα λεγόμενα, το "ξέρω 'γω" αν και θα μπορούσε να δηλώνει "με βάση αυτά που ξέρω εγώ" με την αναστροφή Υ - Ρ για έμφαση, παραπέμπει παρόλα αυτά σε αμηχανία, ασχετίλα, ενδεχόμενη και πολύ πιθανή ανατροπή των λεγομένων μου, έλλειψη αυτοπεποίθησης που προ(σ)καλεί για ανατροπή έστω κι αν είναι έγκυρα - έτσι για να ψαρώνουμε - και μορφολογικό clopyright από την εμφατική ερώτηση "ξέρω 'γω;". Καθίσταται μοναδική έκφραση νίλα που κινείται έντονα και κοντά στα εξωγλωσσικά δεδομένα (όπως πού - χού η αντίδραση με "Εεεεεε" όταν στακάρει το μυαλό και χάνει τον ειρμό του) και έχει μορφή (ψευδο)ερώτησης. Οι εμφατικές συντάξεις λόγω ύφους δύσκολα νιλοποιούνται, άρα η μορφή αυτή ως ερώτηση - κολιτσίδα ξεκίνησε ως χαριτωμενιά. Είναι αδελφή έκφραση της δεγκζερωγωτί με τη μορφή "και δεγκζερωγωτί" στο τέλος. Επίσης μπορεί να αντικαταστήσει την έκφραση "και τα λοιπά" του γραπτού λόγου που υπονοεί πως υπάρχουνε περισσότερα απ'όσα ξέρουμε, απλά εμείς αυτά εκθέτουμε χωρίς να αποκλείουμε τα άλλα έστω κι αν δεν τα αναφέρουμε. Πάντως, όσο πιο αγχωτική είναι η κατάσταση - επικοινωνιακή περίσταση, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αμηχανία (πούχού μιλάω κι έχω όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω μου κι ανθρώπους να κρέμονται απ'τα χείλη μου) , το βραχυκύκλωμα και οι πιθανότητες να εμφανιστεί αυτή η πορδή της αλουπούς.


Σκηνικό - Σχολική τάξη.
Ι:[...] Ε, και τώρα με τους μετανάστες υπάρχουνε προβλήματα, ξέρω 'γω... Να, σήμερα το πρωί που ερχόμουνα σχολείο με σταμάτησε μια κοπελιά με μωρό στην αγκαλιά και μου ζήτησε να της πάρω κάτι να φάει το παιδί, ξέρω 'γω. Κι εντάξει... Θα της δώσεις, ξέρω 'γω κι αυτηνής να πάρει κάτι, αλλά έχουμε άλλους τόσους δικούς μας έξω που δεν έχουνε να φάνε ένα πιάτο φαΐ... Δεν το καταλαβαίνω αυτό με την ξενολαγνεία. Μόνο για τους πρόσφυγες και δεγκζερωγωτί άλλο πρέπει να πονάμε, να λυπόμαστε και να βοηθάμε, ξέρω 'γω;
Ν + Κ: (ψιθυριστά) έντεκα, δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα.
Κ: Πόσα μέτρησες;
Ν: Δεκατέσσερα όσα κι εσύ, αφού μαζί μετράγαμε.
Κ: Βάλε και δύο στην αρχή που δεν πρόλαβες στο "Κατά τη γνώση μου οι καιροί είναι δύσκολοι, κι όλοι πρέπει να βοηθάμε, ξέρω 'γω, αλλά πρέπει αυτό να μη μας εμποδίζει να σκεφτόμαστε καθαρά και να προσπαθούμε να οργανωθούμε καλύτερα σα κοινωνία, ξέρω 'γω", κάπως έτσι που έλεγε αυτή, δεκάξι.
Ν: Πω, ρε μας κούφανε πάλι, χιχι! Μα καλά, επίτηδες το κάνει; Έχει κολλήσει η βελόνα! Την επόμενη φορά, πάμε στοίχημα ότι θα μετρήσω περισσότερα;
Κ: Ναι, άμα το θυμηθείς... Αφού πάντα σε προλαβαίνω! Καθηγήτρια: Τί λέτε εσείς εκεί! Για σταματήστε αμέσως! Μόνο εσείς ακούγεστε! Μπλα, μπλα, μπλα...(συνέχιση ομιλίας μετά την παρατήρηση)
Ν + Κ:(ψιθυριστά) Ναι, σίγουρα, ξέρω 'γω...χαχαχα!
Ν: Πρόσεχε ρε μαλάκα μην κολλήσουμε κι εμείς... Είναι κολλητικό!
Κ: Ναι, ναι! Κι αυτό που το κοροϊδεύουμε, το λουστούμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Βλαστήμια - βρισιά που παίζει σε ιαμβικό μη καταληκτικό δεκαεξασύλλαβο (δηλαδή είναι παντού της μορφής βραχύ - μακρό, ή άτονο - τονισμένο, όπως θέτε πείτε το και στο τελευταίο ληκτικό μέτρο). Προκύπτει πιο πολύ από αμηχανία, παγωμάρα. Όταν αμέριμνοι στα καλά καθούμενα, σκάει κατάσταση που σηκώνει βρισίδι αλλά είμαστε ντεφορμέ και αντιδρούμε με ό,τι πρόχειρο κατεβάζει η γκλάβα με μισαναμένα τα αίματα (το ρεύμα δεν έχει ακόμα κατέβει). Ταυτόχρονα η συνέχιση σε στίχο με το "γαμώ το τουμπερλέκι σου" δείχνει πως η αρχική πρόθεση δεν ήταν ούτε διαπληκτισμός, ούτε το ότι τρώγομαι με τα ρούχα μου να τσαντιστώ, αλλά η κουφαμάρα με βρήκε out of the blue, έμεινα μαλάκας και είπα να τηνε περιπαίξω λιγάκι. Βρισιά στιγμής πιο πολύ για πλάκα και επειδή κάνει ομοιοκαταληξία το τουμπερλέκι, εύθυμη στο τσακίρ κέφι.


- Να ρε... Το είδες αυτό το σάιτ; Πω, όταν έχω τις μαύρες μου διαβάζω κάνα λήμμα και στρώνω!
- Τί είναι; Λεξικό διαβάζεις ρε μαλάκα;
- Περίπου... Το slang.gr. Φέρε το τάμπλετ να σου δείξω... Αχ, να ωραία. Κοίτα...
- Τί έπαθες; Γιατί γούρλωσες;
- Μαλάκα το φελέκι σου, γαμώ το τουμπερλέκι σου!... Δεν ήταν στερεωμένο στη θήκη καλά κι έτσι όπως το'πιασα, πήγε να μου πέσει και να σκάσει κάτω με τη μούρη! Φιου!...Στο τσακ το πρόλαβα... Να κοίτα να δεις τώρα εδώ το λήμμα ...

Αν το "φελέκι" είναι από την τύχη στα τούρκικα, δεν έχεις λόγο να βλαστημήσεις του αλλουνού παρά μόνο τη δική σου, γιατί αυτή σε αφορά άλλωστε άμεσα. Εδώ του βρίζεις του αλλουνού πράγματος ή προσώπου που σου την κάνει την πατάτα, αλλά επειδή θέλεις να του μαμήσεις το φασαριόζικο τουμπερλέκι του σώνει και ντε στα πλαίσια του τιραμισουρεαλισμού που σε διαποτίζει εκείνη τη στιγμή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1.Υπερπροσπαθώ για αβέβαιο αποτέλεσμα. Το αδύνατον της έκβασης σχεδόν προκρίνεται, ειδικά όταν αυτός που καταβάλλει την προσπάθεια βρίσκεται ακόμα υπό το ακαφελόγιστο και η παραζάλη μεταξύ ξύπνιου και ύπνιου αν και στέκεσαι στα δύο σε κάνει να φέρνεις πιο πολύ σε ζόμπι παρά σε άνθρωπο. Ο διάολος εδώ δηλώνει το ζόρικο του πράγματος, της δύσκολης αυτοσυγκέντρωσης, αυτού που διαβάλλει τον ειρμό, τη σκέψη. Όνομα και πράμα, κάνει ότι λέει ο ίδιος, μόνο που εδώ ο διαβολέας είναι ο ίδιος ο δράστης της ίδιας του της ενέργειας, αυτός και ο φραγμός με γκάφα - υπερβολή που προκάλεσε την αχρηστία του, πριν βρεθεί σε κατάσταση νεκροζώντανου. Τα πράγματα για να λυθούν είναι απλά. Ένας καφές, περισσότερη συναίσθηση, πεποίθηση ή συνειδητοποίηση κι έτσι έρχεται πιο κοντά το επιθυμητό αποτέλεσμα. Συνώνυμα: σκουντουφλώ, παραπαίω.


1.- Ξύπνησα το πρωί με ένα κεφάλι νά!
- Ξύδια;
- Πολλά... Άσε, όλο το πρωί βαρούσα σαν το διάολο να διαβάσω για μεθαύριο, αλλά τίποτα... Πάλι τα ίδια θα γίνουν απόψε... Με τέτοια μυαλά αν αυτή τη φορά περάσουμε μάθημα, εμένα να με χέσεις...

2.Καταβάλλω υπερπροσπάθεια για αποτέλεσμα που δεν εξαρτάται από μένα το τελικό του σκέλος, παρά ένα μεγάλο του μέρος από την επίδοσή μου, το φιλότιμό μου, την ευσυνειδησία μου. Βιοπαλεύω για την κοινωνική και ηθική πραγματικότητα με πρόθεση αγγέλου και δύναμη διαβόλου.


- Κάθε μέρα, μωρέ αντίχριστε, να ξυπνάω αχάραγα, ν'ανοίξω το μαγαζί, να βαρώ σα διάολος, να τα βάζω με θεούς και δαίμονες, να ανέχομαι το μακρύ και το κοντό του καθενός τρελού, κι όλα αυτά.για να βάλω κάνα φράγκο στην άκρη μωρέ, να σε κάμω άνθρωπο, να γίνεις κάτι, να μην πνιγείς εδωμέσα... Μα εσύ... Εσύ δεν έχεις ψυχή!
- Εσύ φταις! Εσύ μ' έκανες αυτό που είμαι. Εσύ με βόλεψες για να ξεβολεύεσαι, να βασανίζεσαι παραπάνω, να μη μ'αφήνεις να υποφέρω κι εγώ, να νιώθω ο,τι κάνεις όμως μετά να το'χεις αυτό απαίτηση! Φάε με τώρα στα μούτρα, χωρίς παράπονο!Κι εγώ βαρώ σα διάολος από την αχρηστία που μ'έκλεισες, ακόμα και στο να πετύχω το πιο απλό από την ανασφάλεια που μια ζωή μου φέρεσαι σα μπέμπης!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

τη σακουλεύτηκα

Την άρπαξα, την ψώνισα. Όχι απλώς την έχω καταλάβει τη δουλειά, αλλά έχω πιάσει το νόημα, το κόλπο, της κατάστασης, του νοήματος, της ζωής και εκεί που αμέριμνος κοιμόμουν, ξύπνησα, πονήρεψα. Και καθώς η επαφή με το χρήμα πονηρεύει διότι ο δαίμων Μαμωνάς ευρίσκεται εις όλων τας ακαθάρτους ψυχάς ημών, το μέσον αφύπνισης καθίσταται το πουγκί πλήρες λεπτών που δύναται να ευρίσκεται ως σακούλιον τηι μορφήι εξ ου και το "σακούλεμα".


- "'Φασούλι το φασούλι, γεμίζει το σακούλι'". Κι εγώ έχω τώρα σκοπό να γεμίσω πολλά σακούλια. Γιατί τη σακουλεύτηκα". Από εδώ βλ. στο 11.45.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

με σακουλιάζουν

ως μέσης διάθεσης και το μορφολογικά παθητικό στο λήμμα.

Η κυριολεκτική σημασία του να βάζω κάτι μέσα στη σακούλα, έχει πάρει μεταφορικές διαστάσεις. Ο άνθρωπος σαν αντικείμενο σακουλιάζεται. Παλιά σλανγκ που λεγόταν για τα ντου που κάνανε οι αστυνομικοί και πηγαίνανε αυτόφωρο τους παραβάτες, τυλίγοντάς τους σε μια κόλλα χαρτί λες και είναι σαρδέλες.


- Ρε συ, που πήγε ο Μάκης κι οι λοιποί. Περίεργο! Πώς το ρεμπελιό των ποπολάρων δε φάνηκε ακόμη;
- Δε το'μαθες; Χτες βράδυ ξεσήκωσαν τη γειτονιά με μπουζούκια - μπαγλαμάδες και στήσανε γλέντι... Η χοντογιώργαινα η στρίτζω ειδοποίησε την αστυνομία και τους σακουλιάσανε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

γαμώτη, Σόιμπλε, ανάποδο γαμώτο και στριμμένο άντερο, δυσκοίλιο εκ της παραλυσίαςΒλ. και γαμώτο. Είναι λεξικοποίηση ελλειπτικής φράσης "γαμώ τη ..." όπου ως συνέχεια μπορεί να εννοηθεί " μαλακία που με δέρνει", "θειά σου/του τη χορεύτρια", "μάνα σου/ του"... Εϊναι προσβόλα ολκής που περισσότερο υπονοεί το εννοούμενο χωρίς προσυμφωνία κι έτσι ο αποδέκτης καταλαβαίνει ό, τι τον συμφέρει ή ό,τι μπορεί να ερμηνεύσει - τέλος πάντων! - εν τηι ρύμηι του λόγου. Ενώ το "γαμώτο" μπορεί να εξηγηθεί ως "γαμώ το αυτό, αυτό που μόλις για το οποίο έγινε λόγος" και ήταν μια αποτυχία, μια γκάφα, ένα παράπονο, μια ανεκμετάλευτη ευκαιρία και δεγκζερωγωτί, το "γαμώτη" με τη σύνταξη που έχει και το προηγούμενο προσβλητικό επιφώνημα και παραμέμπει σε ψευδοκρητισμό (σύνταξη Υ - Ρ - Α κι όχι Υ - Α - Ρ, όπως "αγαπώ τηνε" κι όχι "την αγαπώ"), μαμιέται κάτι γένους θηλυκού, συγκεκριμένο ή αφηρημένο. Η νοοτροπία μας ως λαού που θέλει να πηγαίνει συνέχεια ο νους μας στο πονηρό και το ηδονικό, που ηδονικότερο απ' αυτό δεν υπάρχει και το διαφημίζουμε διαρκώς μέσα απ' τις βρισιές μας, γιατί αυτό είναι μαγκιά ένδειξη αντρουάς και καφρίλικης ενηλικίωσης πράγμα στο οποίο συνίσταται η ταυτότητα του "μεσογειακού εραστή" του ποδολάγνου, πορδολάγνου και τα ρέστα και το γεγονός ότι είμαστε ρήτορες και γνήσιοι συνεχιστές της αρχαιοελληνικής παράδοσης να 'ουμ' στο "να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας" και σ' αυτό και να περνιόμαστε καμπόσοι πουλώντας μούρη, θέλει να τα μαμήσει όλα και μόνο με τη σκέψη. Έτσι η αχαλίνωτη φαντασία του αποδέκτη της φράσης μπορεί να συμπληρώσει εκεί ό, τι πραγματικά γουστάρει και τραβά η όρεξή του και η έμπνευση της στιγμής.
Στα πλαίσια αυτολογοκρισίας απαντάται και ο τύπος "γαμώτ΄", με κομμένο το τελευταίο φωνήεν, για να μη γίνει κάποιος περισσότερο αγενής, να μη ρίξει το επίπεδό του (εντελώς - κάτι σαν το "gosh!" των Άγγλων για να μην επικαλούνται συνέχεια το Θεό, δεν κάνει και το(ν) κουράζουν), αλλά και απλά από βαρεμάρα. Μπορεί να εννοηθεί ή "γαμώτο" ή "γαμώτη", αλλά μάλλον περισσότερο προς το "γαμώτη" κλίνει γιατί η δάσυνση που το συνοδεύει στην απόληξη της εκφοράς του ταιριάζει περισσότερο. Άλλωστε είναι πιο ευγενικό να βρίζεις με αυτή τη λέξη των πολλών θηλυκών υπονοουμένων και φράσεων, όπου ο καθένας επιλέγει - φαντάζεται τη βρισιά του, παρά με αυτή των ουδετέρων που η γκάμα είναι περιορισμένη υπονοουμένων και λίγο πολύ γνωστή (όπως το προαναφερόμενο περιστατικό ή "το μυαλό σου το ανύπαρκτο" - πόσα ουδέτερα να βρεθούν για να τα μαμίσεις;) Στην τελική όλες αυτές οι βρισιές έχουν καταντήσει νίλες και πλέον λέγονται εύκολα, απενοχοποιημένα και με τάση ονειροπόλησης χωρίς να στοχεύουν σε ένα συγκεκριμένο ακροατήριο τη στιγμή που λέγονται και έχουν χάσει τη βαρύτητα της προσωπικής προσβόλας. Πλέον ανήκουν στις χαριτωμενιές και σε πιο λουζ στυλ του προφορικού λόγου, παρά εξυπηρετούν τους σκοπούς για τους οποίους δημιουργήθηκαν κάποτε ως ακραίες.

1.- Τί' ν' αυτό; Πού το βρήκες το εργαλείο;
- Ανέβα πάνω να σε κάνω μια γύρα κι άσ' τα πολλά πολλά...
- Ναι, στάσου να βρω τις πατήθρες... ΟΚ, φύγαμε... Ωχ, κοίτα έφυγε το κάλυμμα!
- Στάσου να γυρίσουμε... Γαμώτη! Και δεν είμαστε να χάνουμε χρόνο, μια τζούρα που προφταίνω πριν να με κάνει τσακωτό.
- Του θειού σου είναι;
- Ναι. Και πήγε σε μια γκόμενα εδώ πιο κάτω τώρα για λίγο... Το τί θέατρο παίζουμε στη θειά μου και στο γιο του, δε λέγεται!... (ΒΡΑΟΥΟΥΜ!..)
2.- Όοοχι, μην το στρίβεις από κει, θα σπάσει! (κρακ!) Νά'το, έσπασε, γαμώτ'!... Τί να σου πω τώρα, μωρέ; Άντε να βρω ανταλλακτικό τώρα!
- Σάπιο ήταν. Αργά ή γρήγορα θα γινόταν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1.Τα προγούλια, ιδιαίτερα στα πλαϊνά χάριν ευφημισμού. Είναι αφράτα, με τάση ζάρωσης, μαλακό δέρμα έως χαλαρωμένο. Όσο περισσότερο λίπος έχουν, τόσο το καλύτερο στο δάγκωμα και στην ευρύτερη ερωτοσεξουαλική ατμόσφαιρα. Τα μεσήλικα είναι τρυφερότερα και αφήνουν αίσθηση - υφή πάστας σοκολατίνας στον δάκνοντα, εξ ού και η περιγραφή τους. Παραπέμπουν στα γλυκάδια των νεαρών ζώων που αναφέρονται στο δεύτερο σκέλος του ορισμού που μοιάζουν με παχάκια - ξυγκάκια, απ' όπου και επεκτείνεται η χρήση του όρου και στους ανθρώπους.


- Για πες... Η γκόμενα καλή, καλή;
- Και γαμώ τα μανουλομάνουλα!!
- Τί λες μωρέ μλκ, μανουλομάνουλο η 40+;
- Κι όμως... Εκτός από το "οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες" είχε και κάτι γλυκάδια μωρ' αδερφάκι μου, όνειρο! Άσ' τα, πού να σ' τα λέω. Καλοβαλμένη.
- Ά, ρε Παπακαλιάτη με τα βίτσια σου...

2.Εκκρίνονται μπροστά απ' την τραχεία απ' τον θυμοειδή αδένα στα νεαρά ζώα, τα λεγόμενα "του γάλακτος" όπως τα αρνάκια και τα κατσικάκια για παράδειγμα και τα οποία αν μαγειρευτούν από τέτοιο σφαχτάρι θεωρούνται εξαιρετικές λιχουδιές απ' τους γκουρμέδες. Ο απογαλακτισμός επηρεάζει την παραγωγή τους και εκκλίπουν εντελώς από τα ενήλικα ζώα.


Για δες για γλυκάδια στο τηγάνι με τυροκαφτερή εδώ (καλή όρεξη!)
Για μια "ανορθόδοξη" χρήση της λέξης εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που όταν κοιμάται, ροχαλίζει (πολύ). Τόσο όσο δεν περνά (εύκολα) απαρατήρητο και μπορεί να καταντήσει εκνευριστικό, όσο και οι συνέπειες από την αϋπνία μετά.


- Κομμένο σε βλέπω σήμερα...
- Μ' άφησες όλη νύχτα να κοιμηθώ, βρε μαλάκα; Και με φλόμωσες και μου ροχάλιζες... Τί είσαι συ ρε πούστη μου;
- Χαχαχα! Έλα τώρα... Μήπως υπερβάλλεις λιγάκι;
- Τί υπερβάλλω, ρε; Είσαι συ ένα ροχαλιστήρι και πορδοκλανιριτζίδι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία