Το παιδί στα κρητικά. Κυρίως αναφέρεται για τα αγόρια. Το θηλυκό είναι η κοπελιά.

Έχω δύο κοπέλια και μια κόρη.

To θηλυκό στην Κρήτη απαντάται και κοράσι κυρίως για μικρές ηλικίες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τρελός, ανόητος, επιπόλαιος.

- Βρε κουζουλέ, πού πας ξεβράκωτος στα αγγούρια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(βλ. κορώνα μου)
Η ίδια φράση, απλά ίσως με πιο μεγάλο αίσθημα οικειότητας.

-Πού είσαι ρε κορώνι; Που έχεις χαθεί;

(από xalikoutis, 23/10/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μαλάκας... στην Καλαμάτα.

-Ρε με το γουδί που έχουμε μπλέξει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.

Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.

- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γνήσιος, αυτόχθων Αθηναίος.

- Από πού κατάγεται ο κ. Αγησίλαος:
- Είναι γνήσιος Αθηναίος, γκάγκαρος, γενεές δεκατέσσερις!

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τρελός στα χιώτικα!

-Θα πάω για κατάδυση!!!
-Καλά λωλή είσαι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρκαδικής και δη τριπολιτσιώτικης προέλευσης. Ο χαζός.

Τι μας λες ρε μπανταβέ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιπαικτικά: ο Λέσβιος, ο Μυτιληνιός.
Θηλυκό: γκασμαδοπούλα.

Λέγεται ότι το παρωνύμιο προήλθε από κάποιο αεροδρόμιο που θέλησαν κάποτε να δημιουργήσουν στη Λέσβο και οι κάτοικοι προσήλθαν αυθόρμητα να συνδράμουν στο έργο κρατώντας όλοι μόνο γκασμάδες και όχι και κάποιο άλλο εργαλείο (βλέπε παρόμοια ερμηνεία και για το παγουράς).

Οι γκασμάδες είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους, κάνουν κλίκες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τυρόγαλο και τυρογαλάς, συνήθως στον πληθυντικό: τα τυρόγαλα.

Ο κάτοικος της Λάρισας και ο οπαδός της ομώνυμης ομάδας.

Καλά ούτε τα τυρόγαλα δεν καταφέρατε να κερδίσετε στο ποδόσφαιρο;

βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόλδος, ντιρόλο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία