Επιπλέον ετικέτες

Το μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη παρασκευή του φραπέ (κοινώς χτυπητήρι).

Ρε Νώντα, τσάκα μια το φραπεδάιζερ, ναούμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φράκτης που η επιφάνεια του δεν είναι λεία, κοινώς η μάντρα.

- Πού χτύπησες;
- Άσε... Την ώρα του σεισμού πανικοβλήθηκα και πήδησα τον αγριόφρακτο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτοσχέδιο μουσικό όργανο (οποιουδήποτε είδους) το οποίο κατασκεύαζαν κατά καιρούς οι πάλαι ποτέ θαμώνες της παραλίας του Ρούκουνα στην Ανάφη (τότε, πριν πλακώσουν οι φλώροι).

- Θυμάσαι που είχες φτιάξει ένα ρουκουνόφωνο και παίζαμε;
- Εγώ το θυμάμαι, εσύ πού το θυμήθηκες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.

Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από τον συνδυασμό χυδαίο και χλιδή.

  1. Bλάχος νεόπλουτος που ζει μέσα σε υπερβολική, κιτσάτη πολυτέλεια.
  2. Πανάκριβο και κιτσάτο αντικείμενο.
  1. - Είδες σπίτι ο κυρ Μπάμπης;! Κέρδισε το Λόττο, κι έβαλε χρυσούς μπιντέδες και πισίνα με συντριβάνια! Άσε, πολύ χλιδαίος ο τύπος!

  2. - Μα τώρα, σοβαρά σκέφτεσαι να δώσεις 3000 ευρώ γι' αυτή την ρόδο-μπορντώ-κοκκινί γούνα με την χρυσή φόδρα! Είναι τόσο χλιδαία, έλεος!!

Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πούτσος + ψωμί = πουτσόψωμο.

Λαϊκιστί και τρεντουλιστί, η λουκανικόπιτα.

- Να σου βάλω παιδί μου τίποτα να φας;
- Όχι, ρε γιαγιά, έφαγα ένα πουτσόψωμο το πρωί και δεν πεινάω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται για αυτοκίνητα με κίνηση στους πίσω τροχούς ή για γκόμενα με μεγάλο και κουνιστό κώλο.

Τσέκαρε την πισωκούνα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν κάτι μας ξενερώνει.

  1. - Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...

  2. - Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...

βλ. και αντισέξ, ντεκαβλέ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα μικρά μπλε μπαλάκια ύφασμα που ανακαλύπτει κανείς ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών μετά απο μια κουραστική μέρα που φορούσε μπλε κάλτσες. Τείνει να γενικευτεί για όλα τα χρώματα, πχ άσπρο, κόκκινο κλπ.

- Μαλάκα μην τολμήσεις και βγάλεις κάλτσες τώρα, θα γεμίσεις το πάτωμα μπλέμπα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτοκίνητο που μετακινείται στους δρόμους της Αθήνας και μοιράζει δώρα σε τυχερούς.

Ο όρος αναφέρεται σε ένα παιχνίδι απο τον Village FM όπου οι ακροατές ψάχνουν να βρουν το βιλατζάμαξο για να κερδίσουν διάφορα δώρα.

- Ποιος θα βρει πρώτος το βιλατζάμαξο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία