Στην ποικιλία της Γορτυνίας σημαίνει γεμίζω από καπνό, μπούχλα. Συνήθως απρόσωπο στο γ΄ ενικό: μπουχλώνει.
Μπούχλωσε εδώ μέσα απ’ τα τσιγάρα. Ανοίχτε κάνα παράθυρο! (Εδώ).
Στην ποικιλία της Γορτυνίας σημαίνει γεμίζω από καπνό, μπούχλα. Συνήθως απρόσωπο στο γ΄ ενικό: μπουχλώνει.
Μπούχλωσε εδώ μέσα απ’ τα τσιγάρα. Ανοίχτε κάνα παράθυρο! (Εδώ).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αχαγιώτικη βερσιόν του καπνίζω. Επίσης: καπινάω. Παράγωγο: το καπίνισμα.
- Πόσα τσιγάρα καπίνισες χθες το βράδυ;
- Απαγορεύεται το καπίνισμα!
- Καπινάει το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!