Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Οτιδήποτε στην κατοχή ενός άνδρα τραβάει την προσοχή στις γυναίκες και τις κάνει περισσότερο προσβάσιμες σεξουαλικά. Συνήθως λέγεται για αμάξια, κότερα και συναφή πνευματικά αγαθά...

Συνώνυμο: μουνοπαγίδα

- Ωπ, νάτος και ο Χρήστος με την καινούρια του Ferrari... - Κοίτα πώς έχουνε κολλήσει όλα τα πιπινάκια... Πολύ γκομενοπαγίδα αυτό το αμάξι ρε πούστη μου!

Γκομενοπαγίδα κι αυτή. (από patsis, 23/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Συνώνυμο του μαλάκα, σε υπερθετικό βαθμό όμως. Αναφέρεται, κυρίως, σε όσους αυνανίζονται μέχρι τελικής πτώσης.

- Ρε μαλάκα πήρα κάτι τσόντες προχτές, έλιωσα.
- Είσαι μεγάλος καυτόχειρας τελικά. Γι αυτό έχεις γίνει σαν σαμιαμίδι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο: καραπουταναριό
Ο κλασικός πλέον ορισμός που κατά κοινή ομολογία κάνει την «τσαπού» να αναστενάζει.

-Καλά ρε μαλάκα, αυτό το γκομενάκι από τότε που το είδα δεν μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου.
-Φιλαράκι δεν θέλω να σε χαλάσω, αλλά είναι μεγάλη καριολοτσιμπουκογλείφτρα. Προχτές πηδιόταν με τον Τάδε και χθες την πετύχαμε στα μπουζούκια να γλύφεται με τον Τάδε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σαββατοκύριακο-τριήμερο με την γκόμενα, για τον πούτσο... Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όπως το πουσουκού (παρρασκευοσαββατοκύριακο)!

- Θα κάνουμε ρε τίποτα αύριο;
- Μπα δεν θα μπορώ ρε, θα φύγω για πουτσουκού...
- Ααα, κατάλαβα... τα λέμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που τον τραβάνε από τη μύτη οι γυναίκες, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση.

- Ρε συ πού εξαφανίστηκε ο Γιώργος τελευταία;
- Άσε, έμπλεξε με μια γκόμενα και έχει χαθεί απ' όλους και απ΄όλα! Μιλάμε για μεγάλο μουνοτρέχα...

Σχετικά: μουνόδουλος, μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, πουτόπιστος, χαζομούνης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πούτσα Αράπικη! Πηγάζει από διάσημη τηλέ-φάρσα που στο πέρασμα των χρόνων έχει τροποποιηθεί για λόγους ευκολίας στη χρήση.

πούτσα αράπικη > πούτσα 'ράπικη > τσα 'ράπικη > τσαράπικη

- Τσαράπικη έχεις φάει; Να την βάλεις στο στόμα και να τρέχεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνδυασμός του πουλιού (όχι αυτού που πετάει!) και του σαξόφωνου (μουσικό όργανο που πάιζεται με το στόμα). Οπως καταλάβατε για άλλη μια φορά, εννοεί στην νεοελληνική το στοματικό σεξ απο γυναίκα σε άντρα.

-Την ξέρεις την Γεωργία;
-Ναι ρε τα είχαμε πριν 2 χρόνια. -Είναι καλή στο κρεββάτι;
-Απίθανη, ξέρει και πάιζει τρομερό πουλόφωνο!

Βλ. και τρομπόνι, πίπιζα, κλαρίνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

καυλοαφιονισμένος, -η, -ο: Αυτός ή αυτή που επιτίθεται σεξουαλικά εξαιτίας μακροχρόνιας στέρησης ή γενικότερης μανίας. Χαρακτηρίζει συνήθως νεαρά άτομα που εκδηλώνουν άμεσα και ξεδιάντροπα και πολλές φορές αδιακρίτως σεξουαλικό ενδιαφέρον από τα πρώτα λεπτά που αντικρύζουν κάποιον.

  1. Καλά τα κοριτσάκια σήμερα έχουν ξεφύγει τελείως. Σ'την πέφτουν με το "καλημέρα". Είναι τα περισσότερα καυλοαφιονισμένα!

  2. Ρε συ ο τύπος είναι ασυγκράτητος. Με έφερε σε δύσκολη θέση. Είχα καιρό να γνωρίσω κάποιον τόσο καυλοαφιονισμένο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αυτή που παίζει σε τσόντες.

Η Τερέζα Ορλόφσκι δεν είναι μόνο διάσημη τσοντού αλλά και γνωστή παραγωγός πορνοταινιών.

(από Khan, 31/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή που γουστάρει πολύ κάθε είδους πούτσο.

- Μάντεψε ποια συνάντησα σήμερα με τον νέο της γκόμενο αγκαλιά: την Πιπίτσα.
- Α, την κυρία Χατζηπούτσογλου θες να πεις; Τι νέο γκόμενο μωρέ, ξεπέτα κάνει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία