Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Βλέπω (γκομενάκι), το εξετάζω από τη κορυφή μέχρι τα νύχια και είμαι έτοιμος να δώσω το μήνυμα στον εγκέφαλο για κατά μέτωπο επίθεση!

Ώπα παιδιά πάρτε μάτι το μωρό, δεν της την πέφτει κανείς... Πρώτος το μπανιζοκοζάρισα το μωρό!

Σχετικά: μπανίζω, μπανιστηροκάμερα, μπανιστήρι, παίρνω μάτι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πούτσα Αράπικη! Πηγάζει από διάσημη τηλέ-φάρσα που στο πέρασμα των χρόνων έχει τροποποιηθεί για λόγους ευκολίας στη χρήση.

πούτσα αράπικη > πούτσα 'ράπικη > τσα 'ράπικη > τσαράπικη

- Τσαράπικη έχεις φάει; Να την βάλεις στο στόμα και να τρέχεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που τον τραβάνε από τη μύτη οι γυναίκες, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση.

- Ρε συ πού εξαφανίστηκε ο Γιώργος τελευταία;
- Άσε, έμπλεξε με μια γκόμενα και έχει χαθεί απ' όλους και απ΄όλα! Μιλάμε για μεγάλο μουνοτρέχα...

Σχετικά: μουνόδουλος, μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, πουτόπιστος, χαζομούνης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σαββατοκύριακο-τριήμερο με την γκόμενα, για τον πούτσο... Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όπως το πουσουκού (παρρασκευοσαββατοκύριακο)!

- Θα κάνουμε ρε τίποτα αύριο;
- Μπα δεν θα μπορώ ρε, θα φύγω για πουτσουκού...
- Ααα, κατάλαβα... τα λέμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Κάνω έρωτα, καταφέρνω να συνουσιαστώ μ' αυτήν που θέλω. (χυδαία)

  2. Την φέρνω πισώπλατα σε φίλο, συνάδελφο, κ.λ.π.

  1. - Χτες το βράδι την πηγα σπίτι μου και της τον φόρμαρα.

  2. - Μας τον φορμάρει συνέχεια στη δουλειά ο Τάδε, όλο κοπάνες κάνει.

Βλ. και φερμάρω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρίχνω ένα μανίκι = μανικώνω = γαμάω.
Μανίκι = sleeve.
Σλιβώνω.

Σλίβωσες χτες τελικά;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που όλο λέει ότι πηδάει και δεν το κάνει ποτέ.

Όλο για γκόμενες λέει αυτός ότι πηδάει συνεχώς, αλλά μην τον πιστεύεις, ανεμογάμης είναι.

Σύγκρινε με ανεμογάμης στο cySlang.com.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο: καραπουταναριό
Ο κλασικός πλέον ορισμός που κατά κοινή ομολογία κάνει την «τσαπού» να αναστενάζει.

-Καλά ρε μαλάκα, αυτό το γκομενάκι από τότε που το είδα δεν μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου.
-Φιλαράκι δεν θέλω να σε χαλάσω, αλλά είναι μεγάλη καριολοτσιμπουκογλείφτρα. Προχτές πηδιόταν με τον Τάδε και χθες την πετύχαμε στα μπουζούκια να γλύφεται με τον Τάδε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του μαλάκα, σε υπερθετικό βαθμό όμως. Αναφέρεται, κυρίως, σε όσους αυνανίζονται μέχρι τελικής πτώσης.

- Ρε μαλάκα πήρα κάτι τσόντες προχτές, έλιωσα.
- Είσαι μεγάλος καυτόχειρας τελικά. Γι αυτό έχεις γίνει σαν σαμιαμίδι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκλάβος του αιδοίου.
Βλ. μουνόδουλος, μουνοτρέχας.

Ο μουνοείλωτας βρήκε την Κλεοπάτρα και χαίρεται ο μαλάκας.

Σχετικά: μουνοσαλιάρης, πουτόπιστος, χαζομούνης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία