Επιπλέον ετικέτες

Η κλειτορίδα.

Κοινώς αποκαλούμενο το γυναικείο όργανο που βρίσκεται κάτω από το σημείο στο οποίο ενώνονται οι «νύμφες» (τα μικρά χείλη του αιδοίου στα αρχαία, ενώ «άμβωνες» τα μεγάλα).

Εκτός από πηγή ηδονής, ενίοτε χρησιμεύει στο να ρίχνει και κλωτσιές -έτσι τουλάχιστον νομίζουμε ως λαός κατά τα φαινόμενα (βλ. έκφραση στο παράδειγμα 1).

Συνώνυμο: η γαργαλήθρα.

Η ανατομία στα αρχαία και το συνώνυμο είναι από το blog ΖΜΠΟΥΤΣΑΜ.

  1. Η γνωστή έκφραση που πιθανότατα προέρχεται από φαλλικό αποκριάτικο τραγούδι: «του μουνιού σου το γλωσσίδι μου 'ριξε κλωτσιά στ' αρχίδι»

  2. Από παρωδία ...ομηρικού έπους (πέους):
    «Της τρίβει ασταμάτητα το μακρουλό γλωσσίδι
    και μπαίνει-βγαίνει συνεχώς, γλιστράει σαν το φίδι»

  3. «Στη συνέχεια σφυροκόπησα το μακρύ γλωσσίδι του μουνιού της και κάρφωσα την άκρη της γλώσσας μου στην σφικτή της κωλοτρυπίδα» (από εχμ.. «φόρουμ»).

Εξιδανικευμένη βερσιόν. (από Vrastaman, 19/09/08)(από Khan, 24/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταφορική έκφραση που αναφέρεται στην ταλαντευόμενη κίνηση του πινέλου, υπονοώντας όμως σεξουαλική πράξη: η γυναίκα στήνεται δημιουργώντας ορθή γωνία και ο άνδρας χρησιμοποιεί το χέρι του σαν πινέλο, αγγίζοντας και τρίβοντας με τα δάχτυλά του τα χείλη του αιδοίου.

Περάσαμε ωραία με την Κωνσταντίνα χθες, όταν μάλιστα στήθηκε στο παράθυρο και τής έκανα πινελάκι πρέπει να κωλογούσταρε, αφού βόγκαγε διαρκώς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνουσιάζομαι, η σεξουαλική πράξη παρομοιάζεται σαν βάφτιση τέκνου, με το αιδοίο σαν κολυμπήθρα.

Πώς πέρασες στην Κω Νικολή, τον βάφτισες τον μπέμπη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χρωματισμός - κόκκινο εξωτερικώς προς μαύρο αφότου ανοίξει η τρύπα - που αποκτάει ο πρωκτός μετά βάρβαρου πρωκτικού σεξ.

-Για έλα ρε μάγκα με την όπισθεν να σου κάνω τον κώλο παπαρούνα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πολύ μαλακό πέος που δεν επιτυγχάνει καλή στύση.

Τι να κλάσει μωρ΄ ο πουρέιτζερ με το ζελέ;

H απαραίτητη μουσική υπόκρουση (από allivegp, 27/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προσομοίωση σεξουαλικής πράξης. Ο κουμπαράς παρομοιάζεται με αιδοίο λόγω της σχισμής, όπου μπαίνουν τα κέρματα.

- Πρέπει να κάνω αποταμίευση γιατί περνάω δύσκολα. Πρέπει να βάλω τη δραχμή στον κουμπαρά της Κικίτσας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα πολύ μικρό γυναικείο στήθος. Η λέξη αποτελείται από το γάτα + βυζιά -- βυζιά μικρά σαν της γάτας.

Τι φοράει αυτή το wonderbra; Ό,τι και να κάνει, γατόβυζα θα έχει...

Γατόκωλο. (από Galadriel, 01/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ένα κλικ λιγότερο μεταφορικά από τον άλλο ορισμό για τα γλειφτρόνια, είναι το κυριολεκτικό σπατουλάρισμα, δηλαδή το επιφανειακό γλείψιμο σε αιδοίο, πρωκτό ή άλλη ερωτογενή ζώνη με κινήσεις που με λίγη φαντασία θυμίζουν σπατουλάρισμα τοίχου ή άλλης επιφάνειας.
  1. Ξαναμμένο πουτανάκι γαμιέται στο μπάνιο, μετά από καλό σπατουλάρισμα! (Από σάη για ενήλικες).
  2. Τα θετικά της είναι οτι κάθεται χωρίς να βιάζεται, δέχεται σπατουλάρισμα πολύ καλό στο νινάκι της, αν είστε πεντακάθαροι και την έχετε καβλώσει καλά με το σπατουλάρισμα ίσως δεχτεί και δαχτυλάκι. (Από μπουρδελοσάη).
  3. Ρομαντικα γλωσσοφιλα κατευθειαν, και σιγα σιγα αρχισα να κατεβαινω μεχρι που εφτασα στο μουνακι της αλλα για καποιο ανεξηγητο λογο δεν ειχα αναγκη να το γλυψω [sick]. Δεν ξερω γιατι.. Αντιθετως την εβαλα να ξαπλωσει μπουμητα και επαιζα με την κωλαρα της και φυσικα αρχισα να τη γλυφω [sick].. Εκανα και ενα συντομο σπατουλαρισμα στο κωλοτρυπιδι της. (Ακόμη ένας Πυγμαλίων γλύπτης).

2.Επίσης το να χρησιμοποιείται μέικ απ και άλλα καλλυντικά μέσα ώστε να μη φαίνονται οι ρυτίδες και άλλες ατέλειες ενός προσώπου.

H Kαινούργιου είναι αντικειμενικά άσχημη γυναίκα. Εδώ με τόσο σπατουλάρισμα και δεν την συνεφέρνουν...(Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη σεξοσλάνγκ σημαίνει γλείφω σχετικά επιφανειακά λ.χ. το αιδοίο, τον πρωκτό ή μια άλλη ερωτογενή ζώνη με κινήσεις της γλώσσας που με λίγη φαντασία θυμίζουν κινήσεις σπατουλαρίσματος.

  1. Η γλώσσα μου χάθηκε ανάμεσα στα μπουτάκια της και ακούμπησε το μουνάκι της. Τραντάχτηκε ολόκληρη και τα πόδια της ανοίξανε πιο πολύ. Συνέχισα απαλά με τη γλώσσα μου να σπατουλάρω το μουνάκι της και με τα χέρια μου έβαλα το ένα πόδι της στην πλάτη του καναπέ και το άλλο κάτω. Τώρα το μουνάκι της βρισκόταν μπροστά μου με τα μουνοχειλάκια λίγο ανοιγμένα και κατακόκκινα από γκαύλα. ("Μαθήματα στην άβγαλτη γειτόνισσα", από flock.gr).
  2. Ο ίδιος παραδέχθηκε, πριν την διείσδυση, αρέσκοταν να φιλάει με το στόμα, να αρμέγει το κογχύλι της γυναίκας. Να σπατουλάρει τη Σχισμούλα. (Η Λατρεμένη Στενή Ατραπός των Σοδόμων, όπου ο Ερεβοκτόνος παρουσιάζει και 40 αρχαιόκαυλες λέξεις για το αιδοίο).
  3. ελπίζω κάποια στιγμή να με αφήσει να της "σπατουλάρω" μουνί και πίσω τρύπα, έχω τεράστια ανάγκη να γλύψω [sick] αυτό το μωρό εδώ και πάρα πολύ καιρό,αλλά δεν αφήνει.. (Επίδοξος Πυγμαλίων- το γλείφω με ύψιλον!- από μπουρδελοσάη)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία