Επιπλέον ετικέτες

Πρωτοειπώθηκε από τον κ. Π.-Α. Κ., τον Ιούλιο του 1977 κατά την εκδρομή αποφοίτησης ΟΠΕ/ΑΠΘ '77 στις «ανατολικές» -τότε- χώρες, στο πούλμαν που μας μετέφερε από τόπου σε τόπο.

Η αναφορά έγινε λόγω της ακατάσχετης όρεξης κάποιων νεαρών συναδέλφων για προσωπικές επαφές και σχέσεις που. ενώ ήσαν τιμητικές για εμάς, ίσως η μορφή των αιτουμένων να μη ήταν σύμφωνη με τα περί κάλλους πρότυπά μας, πάντα.

Το λέμε πλέον όταν θέλουμε να απομακρύνουμε αιτήματα... σύγκλισης από μη άκρως επιθυμητά άτομα... (σα να πάνε όλες να μας σπιτώσουν -τάχα).

Πρόσεχε μη σε τυλίξει, ε; Αν δε παινέψεις το πλάκωμα, θα πέσει να σε σπιτώσει...

Λογοπαίγνιο με το «αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απ' τον συνδυασμό των λέξεων «καυλί» και «καλά». Είναι η σύντομη εκδοχή του «έτσι θα είναι πιο καλά για τον πούτσο μας».

- Τώρα που τα έφτιαξα με την Χριστίνα θυμήθηκε να με πάρει τηλέφωνο η Μαρία για να βγούμε;
- Ε πιο καυλά ρε μαλάκα. Πάρτην και κανόνισε.

(από HardcoreGR, 13/04/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γκόμενα που δε πρόκειται να σου κάτσει ποτέ.

- Πάω να παίξω με το απέναντι γκομενάκι...δες πως με κοιτάει.
- Πρόσεχε μη φας τα μούτρα σου πάλι...
- Γιατί;
- Τη ξέρω ρε, παίζει κεκλεισμένων των μηρών.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε με κόσμιο τρόπο -συνήθως μεταξύ άλλων- ότι δεχθήκαμε παροχή υπηρεσιών ιερόδουλου.

  1. - Τελικά πήγες για ποτό εχθές; - Όχι ρε, το απόγεμα μόνο πετάχτηκα και ψώνισα ένα ξανθό παλτό.

  2. - Ρε συ, γιατί πάει ο Μπίλης κάθε Σ.Κ. στη Βουλγαρία; - Α, δε το ξέρεις; Έχει καλά ξανθά παλτά μέσα ρε...

βλ. και κουβερτούλα ορ. ironick

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πονηρή αυτή παρομοίωση χρησιμοποιείται για γυναίκες που είναι χρόνια στο κουρμπέτι και υποδηλώνει τη συχνή πράξη στοματικού έρωτα. Με τον όρο «σπαθί» τονίζεται η μεγάλη διεισδυτικότητα του ανδρικού φαλλού στον στοματικό φάρυγγα.

Αυτή η Πόπη τόσα χρόνια από δω κι από κει πάει. Έχει καταπιεί κάτι σπαθιά...

παλαιοπόρνη! (από MXΣ, 23/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σικ έκφραση την οποία χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει σεξ με κυρία της υψηλής κοινωνίας για να προειδοποιήσει ότι σε είναι έτοιμος να «τελειώσει».

- Σας αρέσει λαίδη μου;
- Ω, ναι με τρελαίνετε!
- Ειστε καταπληκτική! Δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο! Εκσπερματείνω!
- Υπέροχα! προσέξτε μη μου χαλάσετε τη μιζανπλί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπορεί να σημαίνει δύο τινά:

  1. Την πρωκτολειχία, το γλειφοκώλι ή γλειφοκωλάδα. Ή, κάπως πιο μεταφορικά, το να κάνεις υπερβολικές φιλοφρονήσεις και χατίρια σε κάποιον με πονηρές σκοπιμότητες.

  2. Κωλογλυφάδα είναι ύβρη για το προάστιο της Γλυφάδας.

Καθώς ο κλασικός ο ανορθόγραφος ο Έλληνας γράφει συχνότατα το γλείφω με ύψιλον σαν το ομόηχο ρήμα που σημαίνει την πράξη του γλύπτη, στην πράξη οι δύο σημασίες διαπλέκονται. Δηλαδή πολλοί επιλέγουν να πουν κωλογλειφάδα αντί για γλειφοκώλι, για να κάνουν χαριτωμενίστικο αστείο με το ομόηχο προάστιο. Ενώ από την άλλη αυτοί που μισούν το προάστιο είτε για ταξικούς ή πολιτιστικούς ή αισθητικούς λόγους, είτε λόγω αθλητικών ομάδων που έχουν εκεί την έδρα τους, επίσης χρησιμοποιούν την λέξη κωλογλυφάδα αφήνοντας υπονοούμενο για πρωκτολειχία.

  1. Και μιας και πιασαμε κωλοσυζητηση
    Υπαρχει σερνικος που να ειναι straight [ουχι σεξυ θεια λολα]
    και να θελει να του κανουν κωλογλυφαδα;;;
    Υπαρχει σερνικος straight που να θελει να του βαζουν κωλοδαχτυλο;
    (Εδώ τα αγωνιώδη ερωτήματα).

  2. Την γυρνάω με βία ανάποδα και επιδίδομαι σε μαραθώνιο κωλογλυφάδας. (Εδώ).

  3. πες μου ρε μαλακα οτι τις παρασκευες τελειωνεις απο την τραπεζα και βγαζεις το κοστουμι και μενεις με τιρκουαζ φωσφοριζε κολαν και θα ρθω για κωλογλυφαδα (παλιοπεριοχη) (Εδώ ο χρήστης μάλλον παίζει και με τις δύο σημασίες).

(από Khan, 10/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για γκόμενα που αρέσκεται στο face-sitting.

Αυτή η μέθοδος στοματικού έρωτα έχει ως εξής: ο άνδρας είναι ξαπλωμένος ανάσκελα και η γυναίκα κάθεται πάνω στη μούρη του φέρνοντας το αιδοίο της έτοιμο προς χρήση πάνω από τα χείλη του. Έτσι όπως κρέμεται και αιωρείται το νιμού πάνω από το κεφάλι του άνδρα θυμίζει την Δαμόκλειο Σπάθη της Ελληνικής μυθολογίας.

Το Τίνα μπαίνει προς τιμήν της μεγάλης πρωταγωνίστριας του πρώιμου ελληνικού ερωτικού κινηματογράφου.

- Ψηλέ μου χτες το βράδυ η Τίνα μου τα έκανε όλα: 69, πρωκτικό, πιπέτο, μέχρι και face-sitting!
- Δαμόκλειος Τίνα Σπάθη η κοπέλα δηλαδή ε ;

(από Khan, 27/04/11)(από GATZMAN, 27/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μουνί + πουλάω-ώ.

Μπορεί να το ακούσεις κι από οικοδόμο με μουστάκι που κρατάει ντουντούκα σε πορεία.

Δηλώνει πιτσιρίκα 20 το πολύ χρονών, εξαιρετικής ομορφιάς (βυζιά, κώλος), την οποία γουστάρουν όλοι οι θαμώνες στο μαγαζί ή όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Αυτή όμως το έχει αλλού ταγμένο, στον έναν και μοναδικό που την έκανε γυναίκα ... μέχρι να τον σουτάρει και να αρχίσει να πηδιέται με όλους.

- Πώς το βλέπεις το Σοφάκι; Πολύ με καυλώνει!
- Αυτή ρε το έχει μουνοπώλιο ... περίμενε σε κάνα-δυο χρόνια που θα κάνει gangbang!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία