Εννοούμε το γιατρικό στην πνευμονία ή στο γερό κρύωμα, ενίοτε χρησιμοποιείται και ως όρος σεξουαλικού περιεχομένου.
Του 'κοψα δυο βεντούζες στην πλάτη και του 'φυγε το κρύωμα...
- Έτσι... έτσι μωρή καργιόλα... βεντούζαααα... Ρούφα τα όλα...
Εννοούμε το γιατρικό στην πνευμονία ή στο γερό κρύωμα, ενίοτε χρησιμοποιείται και ως όρος σεξουαλικού περιεχομένου.
Του 'κοψα δυο βεντούζες στην πλάτη και του 'φυγε το κρύωμα...
- Έτσι... έτσι μωρή καργιόλα... βεντούζαααα... Ρούφα τα όλα...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ενίοτε ο Ηλίας στο πιο χωριάτικο...
Χρησιμοποιείται όμως και για τον έμμεσο προσδιορισμό της φούτσας...
... -Καλά... συνέχισε και θα μου δεις τον Λιά, έτσι που σκύβεις μωρή Ελεωνόρα (=η προκλητική γυναίκα).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.
Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Περίοδος αγαμίας.
- Καιρό έχω να σε δω, πώς και χάθηκες, βρήκες γκόμενα; - Τι γκόμενα ρε, με δουλεύεις; Μεγάλη ξηρασία. Έχω να πάω με γυναίκα 5 μήνες. Ευτυχώς που υπάρχει και το filmnet και την βγάζουμε και μόνοι μας.
βλ. και αναμουνή, ξεραΐλα
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Sexy θηλυκό που προκαλεί σεισμό στο πέρασμά του.
- Πήγα με μια σεισμομούνα όλα τα λεφτά. Μου τον πήρε λαμπάδα και μου τον επέστρεψε καμένο φιτίλι!
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Νεαρός άντρας. Προέρχεται από τα «γκαλιαρντά», τη διάλεκτο του αδερφάτου.
Τι να σου λέω μωρή, ένα τεκνό μούρλια. Μούσκεψα την κυλότα μου σου λέω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συνώνυμο του πνίγω το κουνέλι, κάνω πολύ συχνά sex. Χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες.
-Το πνίγει το λαγουδάκι (κουνέλι) η Μαριάννα. Μη τον δει στα ξένα χέρια!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο καλλίγραμμος, μικρού σχετικά μεγέθους κώλος. Το κωλαράκι.
Κοίτα τώρα που σκύβει! Τι κωλυθρίνι είν' αυτό μάνα μ'!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αβυσσαλέο ντεκολτέ φερόμενο προκλητικότατα από αντίστοιχα προικισμένη γυναίκα. Γνωστό και ως χαράδρα. Προκαλεί συμπτώματα ιλίγγου παραπλήσια μέθης.
- Παραλίγο να πέσω στο βυζολάκκο.
- Κώστα πρόσεχε τη χαράδρα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.
Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!