Επιπλέον ετικέτες

(Πάτρα) : Τρελός, χαζός.
Συνώνυμα : μπανταβός, μουρλός, κουρλός (Κεφαλλονιά), κουζουλός (Κρήτη), σαπατελός (Ρούμελη), τσουκάλας (Δ. Μακεδονία), μερελός / μερέλας (Πάτρα), κιζιρπάσης (Κύπρος), παλαβός / παλάβρας, ζεβζέκης, χαϊβάνι, ζαντός (Πόντος) κτλ.

(γέροντες)
- Ορέ ποιό είναι εκιό το τσαλαφό, που βγάνει τα ρούχα του στην τηλεόραση και κουνιέται σα ξεβιδωμένο ; Κάπου το' χω ξαναδεί.
- Είναι η κόρη ενού Μιχαλόπουλου γιατρού απ' την Αρόη. Χορεύτρια, λέει.
- Αμ' αν ήταν έτσι ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα : γκαρλιά(ν)γκος.

Τον έπιασε απ' τον καρύτζαφλο και τον ακινητοποίησε.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκαρίτσαφλος, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα): Έκφραση, που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος είναι αφηρημένος και δεν προσέχει τα τεκταινόμενα ή την συνομιλία.

Στη Νάουσα Ημαθίας: Κατ' τον ντοίχο το χορό

Εύστοχα αμερικανιστί: You don 't know what the score is, buddy.
μερικώς εφαρμόσιμο βρετανιστί: You 've lost the plot mate.

-Ρε σείς, πάμε το βράδυ Ωδείο, που παίζουνε οι Suicidal Tendencies;
-Ναι αμέ!
-(αφηρημένος) Ρε αυτοί δεν είναι που λένε το «και μαζί και μόνος»;
-Καλά, αγόρι μου, στον Πύργο λειτουργάνε !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα) Σωματώδης τύπος, σφίχτης, σφίχτερμαν, Σίνης ο πιτυοκάμπτης (βλ. ημίζ).

Εκ του body (αγγλ.) Να μην συγχέεται με το χωρίον Μπονταΐικα Ηλείας, ούτε με τους κοτσικορέους, που είναι περισσότερο βίαιοι παρά σωματώδεις.

-Τί έγινε εχτές στο μαγαζί ;
-Άσε, ένας ετράβηξε ζόρι για κάτι πιπίνια και επλακώσανε κάτι μπονταίοι του μαγαζού απο την Ταραμπούρα και τον εκάνανε δάπεδο ...
-Ωχ !

Βλ. και μποντιμπιλντεράς, πρησμένος, σβάρτσος, κορμαρίων, Κ.Δ.Ο.Α.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα): Οι κοτσικορέοι, είναι μια φυλή που ενδημεί στα Ζαρουχλαίικα, Ταμπάχανα, Ζαβλάνι κ.τ.λ., οι οποίοι πάνε νυχτερινό, καβαλάνε παπάκια χωρίς ποδιά, φοράνε ρούχα τεξικανίνο, σπανιότατα κουβαλάνε και καμιά μισότριβη γκόμενα μαζί τους και ροουμάρουν τα μπαράκια της πόλης, διψασμένοι για καβγά.

Συχνά, όταν μαζέψουν κανένα ταμπάνι, κάνουν αναφορά σε κρεοπώλες ή αυτοκινητιστές εξαδέλφους τους, οι οποίοι θα εκδικηθούν.

- Ρε συ, τι λέει μέσα το μαγαζί; Παίζει κανα γκομενάκι ;
- Μπααα... Κάτι κοτσικορέοι μόνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα): Πολύ μακρινό μέρος, που είναι τρελό τράβηγμα να πας.

Συνήθως, προς επίταση της απόστασης χρησιμοποιείται και ως «αλησμονιά του Θεού».

Πού μας έφερες εδώ χάμου στην αλησμονιά του Θεού;!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα): και αντούφιανο(ς) / αντουβιανέας κ.τ.λ. = Βλάκας, χαζός, ιδίως αυτός που δεν αντιλαμβάνεται τί του λές, όσες φορές και να το πεις.

Δεν τα παίρνει τα γράμματα (γραμματική), ούτε τα νούμερα (αριθμητική), ούτε και χρώματα (ζωγραφική). Σε ουδέτερο ιδιαιτέρως υποτιμητικό.

-Την έλυσες την άσκηση Γιαννάκη;
-Εεεε... δεν την κατάλαβα δάσκαλε... -Μπίτι αντούβιανο είσαι ρε; Πέντε φορές στην εξήγησα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα): Εκ του «αφηρημένος», αλλά, εν ευρεία έννοια βλάκας – παπάρας –άχρηστος και πάντα σε ουδέτερο (υποτιμητικό).

-Πήρες τηλέφωνο το Γιάννη να ‘ρθει;
-Ωχ! Το ξέχασα!
-Ω ρε! Mπίτι αφαιρεμένο είσαι ρε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πελοπόννησος ή Στερεά): βλαμμένος, χαζός, αφηρημένος, κουλός και άχρηστος (υποτιμητικό).

Μάλλον προέρχεται από τους «νεραϊδοπαρμένους» / αλλοπαρμένους που χαζεύανε, όταν αντικρύζανε στις πηγές τις νηριΐδες (βλ. σου πήρε τη μιλιά / το αμίλητο νερό κ.τ.λ.).

Χρησιμοποιείται κυρίως, όταν ανατίθεται σε κάποιον να κρατήσει ή να στηρίξει κάτι και του πέφτει κάτω. (Κατά το ιταλικό mani di mozzarella, το ισπανικό torpe και το εγγλέζικο butterfingers = κουλοχέρης / άγαρμπος). Βλ. και Παρμενίων, Παρμενίδης.

-Κράτα 'κει χάμου το τραπέζι να το τραβήξουμε κατά 'δώθε.
-Ωχ! Μου 'πεσε μπαρμπούλη!
-Ω ρε, μπίτι παρμένο είσαι;

Βλ. και παράλjυτος, μανταλάκιας, μανταλάκια, άταρο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα): Τρελός, χαζός (υποτιμητικό).

Συναντάται και ως μερέλας, μερελό (το).

Πιθανόν εκ του μουρλό(ς).

Ω ρε! Μπίτι μερελό είσαι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία