Επιπλέον ετικέτες

κλάνω / κλασμένος: Αγνοώ κάτι, δεν δίνω σημασία.

Κλασμένος είναι αυτός που τον αγνοούν όλοι, που δεν τον υπολογίζουν. Συνώνυμο του χεσμένος.

- Ρε παιδιά, μιλάω, μη με κλάνετε...

- Της στέλνω αναπάντητες κάθε τόσο αλλά αυτή τίποτα. Κλασμένο με έχει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).

- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!

κούρβα τα πίτσκατα (από Fotis Nitsiopoulos, 27/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκδηλος, σεσημασμένος.

-Μου δώσανε κλήση, πριν τελειώσει ο χρόνος της κάρτας.
-Καραμπινάτη αδικία!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δηλώνει συμπεριφορά ανεύθυνη, άξεστη και πρωτόγονη. Μπορεί και ένα αντικείμενο να είναι γκράου, το οποίο σημαίνει ότι η αισθητική του, φερ' ειπείν, δεν λογαριάζει τον περιβάλλοντα χώρο.

-Ρε ο τύπος την έπεσε πολύ χοντρά στην γκόμενα, στην ψύχρα σου λέω!
-Χέσε μέσα, μιλάμε για πολύ γκράου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Παραλλαγή του ανφάν γκατέ. Χαρακτηρίζει την τοπική κοσμική ιντελιγκέντσια, γνωστούς και ως μαϊντανούς, που συνωστίζονται σε όλα τα πάρτυ και τις κοσμικές εκδηλώσεις κυρίως εξαιτίας του δωρεάν μπουφέ.

- Ωραία πάει ρε Μάκη το πάρτυ της παρουσίασης του βιβλίου σου, πολύ κέφι.
- Τι ωραία ρε λακαμά; Που χει μαζευτεί όλο το ναφάν γκατέ, γαμώ την απλυσιά τους... Μισό ρε Μηνά...Ρεεε Ζουράρι... Ναι εσένα λέω... Άσε κάτω το μπούτι κοτοπούλου, 7 έφαγες... Πού τα βάζει ο πούστης...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προφέρεται ΓουΤουΠου. Ακρωνύμια των λέξεων Για Τον Πούτσο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αθλιότητα διαφόρων συμπεριφορών και χαρακτήρων.

- Κοίτα πως οδηγεί ρε!
- Τελείως Γ.Τ.Π

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι ο τσίλικος, ο φοβερός.

Πολύ βίαιο αυτό το cd.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατάσταση σταρχιδισμού, προέρχεται απο το γαλλικό je m'en fous που σημαίνει «δεν με νοιάζει».

  1. - Κάθε μέρα έξω και βόλτες μου είσαι, και κάνα βιβλίο δεν ανοίγεις. Όλο ζαμανφού μου είσαι!!

  2. - Ρε, η γκόμενα θα γίνει έξαλλη αν γυρίσεις αργά σπίτι.
    - Ζαμανφού ρε!

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)(από Khan, 04/05/14)

βλ. και ζαμάν φου, ζεμανφουτίδης, ζαμανφουτίστας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το σκεμπές, η ιδεολογία κατά την οποία ο καθένας κοιτάει τον σκεμπέ του, δηλ. πώς να τρώει και να περνάει καλά, αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα.

- Γιώργο, θα έρθεις αύριο στην πορεία; Θα στηρίξεις τον αγώνα μας;
- Αλέκα, είναι ενάντια στην ιδεολογία μου. Είμαι σκεμπεδιστής.

Δες ακόμη: σταρχιδισμός, ωχαδερφισμός.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που σημαίνει βαρεμάρα, πρήξιμο, ενόχληση κτλ. Συνήθως αναφέρεται σε μια υποχρεωτική διαδικασία.

-Πωπω ρε φίλε, αυτό το δίωρο έκθεσης με σκοτώνει.
-Μεγάλο τσουρέκι ρε συ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία