Οτιδήποτε είναι χάλια ποιοτικώς.

- Ωραία η ταινία που είδατε χτες;
- Μπααα... τρελή πίπα!! Μην κάνεις τον κόπο να τη δεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!

- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χώρος ή κατάσταση που επικρατούν με διαφορά οι άρρενες. Που οι γυναίκες είναι μετρημένες στα δάχτυλα, αν υπάρχουν. Παράφραση του πιτσαρία.

Πού μας έφερες μωρέ μέσα στην πουτσαρία;! Εδώ ήταν που θα βρίσκαμε γυναίκα; Μαλάκα!

με 1 ψηφο, δώρο 3 π... τσες (από GATZMAN, 11/06/12)

Δες ακόμη: αρχιδόκαμπος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, τσατσάρα. Αντώνυμο: μουνοθύελλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.

- Λες να πάμε για ποτό σε εκείνο το ροκάδικο; - Όχι ρε, εκεί είναι πάντα αρχιδόκαμπος, πάμε σε κανένα κλαμπάκι να δούμε κανένα γκομενάκι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέρος που έχει μόνο άντρες. Μια παρέα όλο άντρες. Συνώνυμα: αρχιδόκαμπος, αρχιδαρία, ψωλαριό, πουτσαρία, πουτσοπανήγυρος.

- Τι έλεγε το μπαράκι χτες, γκομενάκια είχε;
- Σοβαρέψου ρε, στο Eindhoven είμαστε, σκέτη ψωλαρία!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που προέρχεται σημασιολογικά από γνωστό μήνυμα κινητού τηλεφώνου και σημαίνει τον χώρο στον οποίο υπάρχει πλειάδα ανδρών έτοιμων για όλα.

-Πάμε στο club που σου λέω. Είναι σκέτος ανθισμένος αρχιδόκαμπος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κωλόμπαρο, το μπαρ δηλαδή που εργάζονται ιερόδουλες.

-Θα 'ρθει και ο Γιάννης μαζί μας το βράδυ. -Άντε επιτέλους, μήπως βρει και καμιά κοπέλα γιατί έχει κάνει το κωλάδικο της γειτονιάς δεύτερο σπίτι του!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του αρχιδόκαμπος.

Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.

- Τι λέει το πάρτυ;
- Άστα, πουτσοχώραφο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Χώρα προέλευσης των σταρχιδιστών, ή τόπος διαμονής τους. Εικάζεται ότι χαρτογραφείται ανατολικά, ενδιαμέσως Ουζμπεκιστάν και Αφγανιστάν.
  2. Κατάσταση υπέρτατου σταρχιδισμού.

Σχετικές λέξεις/φράσεις:

  • Σταρχιδιστής (επίθ): Οπαδός του ωχαδερφισμού.
  • Σταρχιδισμός (ουσ): Κατάσταση έντονης αυτοπαθούς αδιαφορίας.
  • Σταρχιδιλίκι (ουσ): Εκλαϊκευμένη έννοια για τον σταρχιδισμό.
  • Στ' αρχίδια μου όλα (έκφρ.): Έκφραση απόλυτης συμπαντικής απαξίωσης.

- Ρε τον μπαγλαμά. Εδώ καίγεται ο κώλος μας κι αυτός...
- Σταρχιδιστάν ο πούστης...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέρος στο οποίο συχνάζουν gay.

Χρησιμοποιείται για gay club - bar - cafe.

Συνάντησα τον x σε ένα πουστράδικο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε