Ο καράβλαχος, ο μπουρτζόβλαχος. Άτομο της υπαίθρου, με αστικές αξιώσεις (όχι με τη νομική έννοια).

Ο όρος προέρχεται από το τουρκ. Karacova < Karaca + ova (τοπωνύμιο).

- Για κόψε τον καρατζόβα, που μου θέλει και ακριβό γκομενάκι!
- Τι περίμενες, ρε μαλάκα. Άμα έχεις φράγκα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία