Ο ψηλός άνθρωπος.

Από το αριθμητικό πρώτος (δηλ. ο νούμερο ένα μιας σειράς) και το μπόι, που σημαίνει ύψος (boy στα τούρκικα είναι το ανάστημα).

Ενίοτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ειρωνικά, δηλ. προς κάποιον αρκετά κοντό.

Να σημειωθεί, ότι πλήθος εκφράσεων έχουν την λέξη μπόι, έναντι των πιο κοινών ύψος/ανάστημα: π.χ. κρίμα το μπόι σου, ρίχνω μπόι, είναι στο μπόι μου (κάτι ή κάποιος) κλπ.

  1. Τον Στέφανο είχα να τον δώ απο πέρσι το καλοκαίρι, πρώτο μπόι έγινε!

  2. - ...κι εγώ θα παίξω μπροστά, για να παίρνουμε καμιά κεφαλιά... - Σιγά ρε πρώτο μπόι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία