Τον τρώω, τον πίνω, τον ρουφάω, ενν. όχι τον πικρό καφέ της παρηγοριάς όπως σαφώς ειρωνικά λέει ο ατσεγκές στον ορισμό του, αλλά τον πέοντα, είτε μεταφορικά, ή κυριολεκτικά.
Μου την κάθονται δηλαδή, εισπράττω τα δέοντα, εννοείται τη στιγμή που μου αξίζει ή τη στιγμή που δεν το περιμένω και δεν το επιθυμώ καθόλου.
Γιατί, όπως γνωρίζουν οι γυναίκες και οι αδελφές και δεν γνωρίζουν οι υπόλοιποι -που έχουν όμως να λένε, όταν τον τρως χωρίς να τον θες, δεν είναι ωραίο πράμα.
Η έκφραση αυτή και τα συνώνυμά της, απαντώνται συνήθως στον αόριστο: τον εισέπραξα, τον ρούφηξα, τον ήπια, τον έφαγα.
Πολύ γαμιάς μας το παίζει, δεν έχει καταλάβει ακόμα πόσο αδελφή είναι... Ε, θά 'ρθει η μέρα που θα τον εισπράξει, θα καταλάβει τη γλύκα του και θα το γυρίσει.
Μαλάκα, ο πατέρας μου τα έμαθε όλα, τον εισέπραξα για τα καλά!