Καὶ μὴν πῇ κανεὶς καμμιὰ σλαγκαρχιδιά, ὅτι τὸ καβλὶ γράφεται μὲ υ· ἡ γραφὴ μὲ β ἐννοεῖται ὡς σλαγκισμένη μορφὴ τῆς λέξεως, ποὺ κάνει τὸ παραδοσιακὸ καυλὶ νὰ μοιάζῃ κάπως σὰν μακρόστενο καρότο ἢ κάτι τέτοιο, καὶ τὸ προεκτείνει καὶ στὸν παράγωγο τῦπο «καβλιτζάκι» καὶ «καβλιτζέρι», τὸν ὁποῖον θεωρῶ ὑβρίδιο μὲ τὴ λέξι «ματζαφλάρι / καβλιτζέκι» (στὸν ὑπερθετικό: ματζαφλάρα).
γιατί να μην μεταφέρουμε την τουρκική λέξη ως σινάφι με γιώτα; Khan
Λοιπόν, τὸ θέμα τῆς ἐτυμολογίας τοῦ συναφίου/σιναφίου/σηναφίου τὸ ἔλυσα (ὄχι ἀπολύτως):
Προέρχεται ἀπὸ τὴν τουρκικὴ λέξι esnaf, ἡ ὁποία σημαίνει τάξις (κοινωνική, ἐπαγγελματική), εἶδος, τεχνίτης, βιομήχανος καί, ὑπὸ εὐρυτέραν ἔννοιαν, συντεχνία (τάξις τεχνητῶν, εἴδους τεχνητῶν, ὁμοτέχνων). Ἑπομένως ἡ σειρὰ εἶναι:
esnaf > σενάφ > σενάφι > σηνάφι
Μὲ τὴν παραπάνω λογικὴ προκρίνω τὴ γραφὴ μὲ η. Ἔψαξα ἕνα σωρὸ λεξικά· μόνο στὸ Langenscheid βρῆκα τὸ συνάφι, καὶ αὐτὸ μὲ υ. Ἡ λέξις ἀπουσιάζει σὲ ὁποιαδήποτε ἐκδοχὴ ἀπὸ τὰ ἄλλα.
Θὰ μποροῦσε ἀκόμη νὰ διατυπωθῇ μὲ ἐπιφύλαξι ἡ ἄποψις ὅτι τὸ συνάφι εἶναι ἀντιδάνειο, ὅπως τὸ ντεφτέρι < defter < διφθέρα, μπουντροῦμι < bodrum < ἱπποδρόμιο κλπ, κατὰ τὸ σχῆμα:
συνάφεια (ἐπαγγελματική) > esnaf > συνάφι, ὁπότε θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιλεγῇ ἡ γραφὴ μὲ υ, λόγῳ τῆς ἱστορίας τῆς λέξεως.
Πρὸ ὀλίγου τὸ ἄκουσα σὲ Τ/Ο διαφήμισι, καὶ τὸ ἀνεζήτησα καὶ ἐδῶ γιὰ ἐπιβεβαίωσι. Τὸ θεωρῶ ἄγουστη καὶ ἀταίριαστη μεταφορὰ στὴν Ἑλληνική, τῆς γερμανικῆς ἐκφράσεως «das gibt' s doch nicht», ἡ ὁποία ὅμως μεταφράζεται σὲ «αὐτὰ δὲ γίνονται» (εἶναι ἀνήκουστα κλπ), παρ' ὅτι κατὰ κυριολεξίαν σημαίνει «αὐτὸ δὲν ὑπάρχει» (μὲ ἔμφασι doch).
Υπάρχουν άτομα που την μιλάνε σήμερα; Hank
Ὑπάάάρχουουουουουν... -τάραρίραρίραραν- Κι ὅσο ὑπάρχουν (ἄτομα), θὰ ὑπάρχουν (τὰ καλιαρντά).
Λοιπόν, μόλις θυμήθηκα κι ἕνα καλό. Πάρτε το:
«Ψηλὸ πατchό, καμαρωτὸ χαράφωμα». Πρόκειται γιὰ τὴν Καστρινὴ ἐκδοχὴ τοῦ «ψηλὸ μουνί, καμαρωτὸ γαμῆσι».
Ἕνα πολὺ ὡραῖο λῆμμα, εἶναι κρῖμα νὰ «πηγαίνῃ ἀτουφέκιστο» ἐδῶ καὶ ὀκτὼ μῆνες.
Ὁ Κάφρος τῆς Ἀφρικῆς λέγεται ἐνίοτε (ὄχι συχνὰ) καὶ Καφοῦρος, τὸ ὁποῖο περιέργως ἀπαντᾶται καὶ ὡς ἐπώνυμο (παρ' ἡμῖν ἐννοῶ).
Τὸ ρῆμα ποὺ συνοδεύει τὸν μπιτχὰ ἢ/καὶ πιτχὰ εἶναι τὸ ντινέρω=ρίχνω.
Παράδειγμα
Ἄϊ μαρὴ τchούπα (ἢ τσούπρα)! Νἄχα σ' ντινέρου ἕνα πιτχά!
Τουτέστιν
Ἂχ κοπέλλα μου (ἢ περίπου)! Νὰ σοὔριχνα ἕνα ποῦτσο!
Ταυτόσημον τοῦ «ντινέρω πιτχὰ» εἶναι τὸ χαραφλώνω, πάντα στὴν Καστρινὴ διάλεκτο τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων.
@allivegp
Δυστυχῶς, φαίνεται ὅτι πρέπει νὰ ἐπανέλθω.
Ἐὰν θεωρῇς ὅτι ὑπάρχει slang λῆμμα, τότε δῶσε τὸν ὁρισμό σου. Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ πατᾷς σὲ κάτι, ποὺ ἕνας ἄλλος θεωρεῖ μὴ ὁρισμό, ἐφ' ὅσον κατὰ τὴ γνώμη του δὲν ὑπάρχει λῆμμα. Ἡ δική μου συνεισφορὰ εἶχε σκοπὸ νὰ βελτιώσῃ τὴν εἰκόνα τοῦ site, ὄχι νὰ γράψῃ μιὰ σάχλα ἔτσι γιὰ νὰ τὴ γράψῃ.
Ἕρμα θὰ πῇ σαβοῦρα τοῦ πλοίου καὶ μεταφορικῶς τὸ «περιεχόμενο» ἀνθρώπου, ποὺ τὸν κρατάει ὅρθιο καὶ ὀρθὰ προσανατολισμένο. Ἐδῶ μήπως θέλῃς νὰ πῇς κάτι ἄλλο;
Πᾶμε τώρα στὰ bullets:
Τὸ λῆμμα (τσάμπα λῆμμα δηλαδὴ) εἶναι «ιά και γαμήσου». Ἐσὺ τὸ μετατρέπεις σὲ «ειά...» καὶ τὸ συγκρίνεις μὲ κάτι ἠχητικὰ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ θέμα μας, ἀφοῦ τοῦ ἀφήρεσες τὴ λέξι «καί». Τί θέλεις νὰ πετύχῃς μὲ αὐτό;
Ἐὰν «απαντάται και στον πιο ξυσοκάρυδο τύπο «ειά και γά»», γιατί δὲν ἀνέβασες αὐτὸ τὸ λῆμμα, ποὺ κάτι σλαγκικὸ περιέχει, καὶ εἶναι καὶ ξυσοκάρυδο, ὅπως λές.
Τὸ ρίσκο ἀπαντήσεως-ταπώματος ἐμπεριέχεται οὕτως ἢ ἄλλως στὸ ἀρχικὸ κοινότατο «Ἔ, ἄει καὶ γαμήσου», νὰ μὴν πῶ ὅτι εἶναι καὶ ἐξασφαλισμένο.
Κατὰ συνέπειαν θὰ ἔπρεπε κανονικὰ καὶ ἐσύ, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπαινοῦντες σε, νὰ μᾶς ἐξηγήσουν σὲ τί συνίσταται τὸ λῆμμα, ποῦ εἶναι ἡ πρωτοτυπία του καὶ σὲ τί ἀκριβῶς ἔγκειται τὸ «κάλλος» του, σὲ σχέσι μὲ τὴν τετριμμένη ἔκφρασι, ὥστε νὰ εἶναι «ἄξιον μνείας».
Παρακάτω ἀναφέρεις τὴ λέξι τσιμπούμεραγκ, τὴν ὁποίαν διάβασα στὴν παραπομπή, δίπλα στὸ ὄνομά μου. Δὲν καταλαβαίνω πολὺ καλὰ τὸ νόημα τῆς συσχετίσεως· ἂν πρόκειται γιὰ ὑβριστικὴ ἀπόπειρα, σοῦ ἀπαντῶ ὅτι δὲν βρίζομαι μὲ ἀγνώστους, τοὺς δὲ ἀγῶνες βρις-οφ σταμάτησα ἤδη ἀπὸ τὸ Δημοτικό, προδικτατορικὰ δηλαδή.
Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸ παράδειγμα, ἂν μοῦ ἔλεγες ὅτι δυσκολεύεσαι, νὰ σοῦ ἔστελνα ἕνα ἄλλο...
Ρὲ κλεφτόπουλα, μόλις τώρα συνειδητοποίησα τὸ ἑξῆς:
Τόσον καιρὸ ποὺ μαστορεύουμε ἐδῶ τὰ λήμματά μας, καὶ δὲν παρεισέφρυσε ἀκόμη καμμία λουμπέσκω νὰ μᾶς κατηγορήσῃ γιὰ ρατσισμό. Πῶς τὸ βλέπετε αὐτό;
Μήπως ἔχει τὸ site πούστοwall, ἀλεξιπούστια καὶ τέτοιες τεχνολογίες; Ἢ μήπως ὑπάρχει πολιτικὴ πουστοmoderation;
@Mods
Ἴσως νὰ χρειάζεται πλέον μία κατηγορία τραπεζικοῦ slang.
Στὰ φαινόμενα αὐτοῦ τοῦ εἴδους καὶ σὲ χῶρες τοῦ δικοῦ μας εἴδους καὶ σὲ ὕστερες φάσεις τῶν Πολιτισμῶν, ὅπως καλὴ ὥρα, τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ κάνῃ εἶναι νὰ παρατηρῇ, νὰ ἑρμηνεύῃ καὶ νὰ γράφῃ/λέῃ τὸ σωστό. Ὅμως τὸ παίγνιο εἶναι χαμένο ἀπὸ χέρι, διότι οἱ ἐγγράμματοι εἶναι λιγότεροι ἀπ' τοὺς ἀγραμμάτους, αὐτοὶ ποὺ νοιάζονται εἶναι λιγότεροι ἀπ' αὐτοὺς ποὺ δὲν νοιάζονται, οἱ δὲ ἐξυπνάκηδες, ποὺ δὲν ξέρουν τὴν τύφλα τους, ἀλλὰ θὰ στὴ βγοῦν καὶ μὲ σόφισμα, δὲν παίζονται μὲ τίποτε. Ὑπομονή. Πολιτισμὸς εἶναι, θὰ περάσῃ. Ἄλλωστε ποῦ νὰ τὸν βρῇς αὐτὸν ποὺ θὰ τὸ καταλάβῃ τὸ ἀσκαρδαμυκτί, Τοτίνα μου;
Ἀκόμη καὶ τὸ «μαλλὶ μπαμπάκι, ψωλὴ καμάκι», ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντίθετο: «ἄσπρα μαλλιὰ στὴν κεφαλή, κακὰ μαντάτα στὴν ψωλή».
Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, ἔχω πάθει μπλάκ ἄουτ καὶ δὲν μπορῶ νὰ θυμηθῶ τὸ καλιαρντὸ ποιηματάκι ποὺ ἀρχίζει:
«Μιὰ πονηρὴ γρηὰ ψωλὴ βάφτηκε κορακάτα...»
Παρακαλῶ, ὅποιος γνωρίζει τὴ συνέχεια νὰ μοῦ τὴ θυμίσῃ. Ξαμοληθῆτε!
@acg
Μιὰ καὶ ἔβαλες τὸ ἀξιόλογο αὐτὸ λῆμμα, πρέπει νὰ προσθέσῃς καὶ τὸ ΠΕΕόχαρτο.
Παράδειγμα (αὐθεντικό ἀπὸ 1η ΕΜΑ, 1979):
Νὰ πᾶτε ἀμέσως τὸν ἀσύρματο στὸ τσί. Ἐγὼ θὰ πάρω τὸ διοικητὴ νὰ βγάλῃ γρήγορα τὸ ΠΕΕόχαρτο, γιὰ νὰ μᾶς στείλῃ ἡ μεραρχία καινούργιο.
(Τσὶ προφέρεται τὸ Τεχνικὸ Σῶμα ἢ ΤΣ)
@Fotis
Προσοχή! Ἄλλο ἡ μπιέλα (στροφαλοφόρος) καὶ ἄλλο BLR.
Σημειωτέον ὅτι ὅταν ἤμουν στρατιώτης κάποιοι τὸ BLR τὸ ἐξηγοῦσαν ὡς Bombed Land Rover (προφανῶς λάθος).
Ἡ συναφὴς ἀλλ' ἄσχετη μὲ τὸ λῆμμα λέξι «σκατοφαγοῦ» τῆς Καλιαρντῆς σημαίνει μυστικὸς ἀστυνομικός
Γιὰ ὅποιον διαβάζει γερμανικά, συνιστῶ ἀνεπιφυλλάκτως τὸ ἐμεσιούργημα τῆς κ. Charlotte Roche μὲ τίτλο «Feuchtgebiete» (=ὑγρὲς περιοχές). Ὁ ρεαλισμὸς τῆς περιγραφῆς τῶν καταφανῶς ψευδῶν χειρισμῶν της μὲ ὅλες τὶς ὑγρὲς τρῦπες της, τὰ ἐκκρίματα καὶ τὰ ἀπόβλητά τους, προκαλεῖ ἀναγοῦλα καὶ στὸν ἀνθεκτικότερο. Εἶναι κανεὶς γιὰ κόντρες;
Σχετικὸ ἀνέκδοτο, γιὰ τὸ ὁποῖο φίλος καὶ συνάδελφός μου ὁρκίζεται ὅτι εἶναι πραγματικό:
Περνᾶνε περιοδεῦον οἱ νεαροὶ τῆς περιοχῆς Ταμπάχανα Πατρῶν. Εἶναι ἡ φᾶσι ποὺ ὅλοι ἔχουν κάνει μεταβολή, ἡμιεπίκυψι καὶ ἀπαγωγὴ γλουτῶν. Ὁ γιατρούλης ἐξετάζει τοὺς κώλους (ἡ μυθολογία ἐδῶ περιλαμβάνει καὶ τὸν καλλιεργούμενο φόβο τοῦ κωλοβυθομέτρου, πρὸς ἀποκάλυψιν τῶν κρυφοπούστηδων). Στέκεται σὲ κάποιον καὶ λέει:
_Ρὲ σύ! Σκατὰ ἔχει ὁ κῶλος σου;
_Καὶ τί 'θελες νἄχῃ ρὲ γιατρέ; Κεράσια;
@Mes
Τὰ ψηλὰ καπέλλα εἶναι μιὰ χαρά, ἁπλῶς κάνω λίγη «ψιλὴ» πλακίτσα μὲ τὴν ὁμοηχία ψηλός, ψιλός.
Ἐγὼ θὰ ἀπέδιδα τὸν διὰ τῆς παροιμίας χαρακτηρισμὸ τῶν Ἡπειρωτῶν (ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ κατὰ τὴν ἀρχαία ἐπιγραφὴ) στὴν ἀνέχεια μᾶλλον, παρὰ στὴν τσιγκουνιά.
Γιὰ παράδειγμα, ὅποιος ἔχει φάει πίττα στὸ Μονοδένδρι, θὰ ἔχῃ δεῖ ὅτι τὸ τυρὶ εἶναι ἐλάχιστο μέν, ἀνόθευτο μὲ αὐξητικὲς ὗλες δέ. Ἀντιθέτως, ἡ τυρόπιττα τοῦ Κάμπου (μπατζίνα) ἔχει ψήγματα τυροῦ καὶ «τόνους» ἁλατισμένου κουρκουτιοῦ. Γιά ψυχολογῆστε το!
Ταυτόσημον τὸ Πατρινὸ παιδοτρίβης.
Ἐπειδὴ τὸ παιδίατρος τὸ ἔχω ἐπίσης ἀκούσει στὴν Πάτρα, ξέρει κανεὶς ἂν εἶναι τοπικὸ ἢ γενικότερο;
Δὲν γνώριζα τὴ λέξι· μπορῶ νὰ πιθανολογήσω ὅμως ὅτι τὸ τζα δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ τὸ ἐπιτατικὸν πρόθεμα ζα τῆς ἑλληνικῆς. Π. χ. ζάπλουτος, ζάλευκος (γνωστὸ καὶ ὡς ὄνομα).
Φίλος παλαιὸς καὶ μπενάβων τὰ βαθειὰ λατινικά, ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ κατάρα αὐτὴ ἔχει ἐσφαλμένως ἀποδοθῆ ἀπὸ τὸν Πετρόπουλο, καὶ ὅτι τὸ ὀρθὸν εἶναι:
Ποὺ νὰ ἀβέλῃς μὲ σὶκ τὸ ποῦλμαν τῆς χαρᾶς καὶ νὰ σὲ τζάσουν στὸ ρουνάδικο γιὰ ρεβύ, ξεκωλιάρα!
Τουτέστιν:
Ποὺ νὰ ἀπολαμβάνῃς τὸ τσιγαρλίκι σου (ἢ ἄλλο ναρκωτικό), καὶ νὰ σὲ πᾶνε στὸ τμῆμα γιὰ ἔλεγχο (στοιχείων, σήμανσι κλπ), ξεκωλιάρα!
Στὴν περίπτωσι αὐτή, ποῦλμαν τῆς χαρᾶς (καὶ ὄχι ἁπλῶς ποῦλμαν) σημαίνει τσιγαρλίκι κλπ. Στὴν ἄλλη περίπτωσι, τὸ «τῆς χαρᾶς» εἶναι ἁπλῶς πρόσθετος εὐφημισμός.
Δὲν ἔχω ἐπιβεβαιώσει προσωπικῶς καμμία ἀπὸ τὶς δύο ἐκδοχές.
Σχόλιο ἐκ μεταφορᾶς ἀπὸ λῆμμα μαλαστοῦπα κατὰ παράκλησιν jesus:
Ἡ βεντούζα τοῦ ὑδραυλικοῦ μὲ τὴ λαβὴ λέγεται κλάμπανο, διότι μοιάζει μὲ τὸ ὁμώνυμο ἐγαλεῖο ἁλιείας, ἀποτελούμενο ἀπὸ μικρὴ ξύλινη τάβλα καὶ λαβή. Αὐτὸ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὸ λεγόμενο κλαμπανάρισμα, δηλ. τὸ κτύπημα τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης γιὰ νὰ τρομάξουν τὰ ψάρια καὶ νὰ πέσουν στὸ δίκτυ, μὲ τὸ ὁποῖο ἔχει προηγουμένως περιζωθῆ ἡ περιοχή. Ἡ ὅλη διαδικασία λέγεται καὶ βόλαγμα, ἰδίως ὅταν γίνεται μὲ πέτρες (τὸ ρῆμα βολάζω καὶ ἡ ἔκφρασι «πᾶμε γιὰ βόλους»).
Μεταφορικῶς κλάμπανο λέγεται ἡ μαλακία καὶ ὁ δράστης κλαμπανάρας, προφανῶς λόγῳ συσχετίσεως τῆς κινήσεως.
Ἀπ' ὅσα ἔχω δῆ μέχρι τώρα, θεωρῶ ὅτι εἶναι ὁ κορυφαῖος ὁρισμὸς τοῦ κορυφαίου λήμματος. Καὶ ψυχαναλυτικάρα μάλιστα!!!
Καὶ ὅποιος ἔδωσε λιγότερο ἀπὸ 5-5 εἶναι μεγάλος καρασλαγκαρχιδογαμόσαυρος...
@Khan
Ἂν σλαγκαρχιδιὰ σημαίνῃ σπασαρχιδιά, ἐπειδὴ μοῦ ὑποδεικνύεις λάθος, ἐγὼ δὲν τὸ βλέπεω ἔτσι, διότι δὲν τὸ παίζω σοῦπερ-ἀλάνθαστος οὔτε πάππας τῆς γραφῆς καὶ διότι τὸ ὗφος τῶν σχολίων σου ἀντανακλᾷ καλοήθεια καὶ ἐποικοδομητικότητα. Αὐτὸ ποὺ μὲ στενοχωρεῖ πραγματικὰ εἶναι ὅτι δὲν βλέπω τρόπο ἐπανορθώσεως καὶ τὰ errata scripta manent. Ἴσως πρέπει νὰ ἐπεξεργαστοῦμε κάποιο τρόπο προλήψεως, διότι ἡ παραμονὴ τῶν λαθῶν μ' ἐνοχλεῖ ἀφάνταστα. Γιὰ παράδειγμα, νὰ κάναμε προληπτικὴ ἐπιθεώρησι μεταξύ μας, μιᾶς καὶ φαίνεται ὅτι σ' ἐνδιαφέρει καὶ σένα; Νὰ ψήναμε τοὺς διαχειριστὰς ὅτι δὲν εἶναι σωστὸ νὰ παραμένουν παροράματα διεγνωσμένα, ὥστε νὰ βροῦμε κάποια λῦσι; Περιμένω προτάσεις, ἂν θέλῃς καὶ ἐκτὸς πεδίου σχολίων.
Αὐτὸ θὰ τὸ ὠνόμαζα λουμπίνα ὑπὸ τὴν εὐρεία ἔννοια. Παρακάτω παραθέτω, ὡς ὁρισμὸ 2, τί λέει ὁ σεβαστὸς Πετρόπουλος, μὲ τὸν ὁποῖον συμφωνῶ πλήρως, στὸ συγκεκριμένο λῆμμα.
Νὰ σᾶς πῶ λοιπὸν τὸ πλῆρες ποιηματάκι, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιῶ καὶ ὡς ξεμάτιασμα γιὰ κυρίες (φωναχτά), γιὰ νὰ γίνῃ τζερτζελές:
Μόσχος καὶ κανέλλα καὶ γρηᾶς βυζί
Χήρας κωλομέρι, κοριτσιοῦ μουνί
Ὄξω ποῦτσα τοῦ Μεμέτη
καὶ ψωλὴ τοῦ Μωχαμέτη
Ἂν σὲ τρώῃ τὸ μουνί σου
Πάρ' τὴν πούτσα μου καὶ ξύσου
Ἄποψις: Buccino εἶναι ἕνα χωριό, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐν τῷ ἀνωτέρῳ μηδίῳ εἰκονειζομένη «καλλιτέχνις». Πιθανολογῶ ὅτι τὸ σωστὸ εἶναι boccino (στοματάκι) < bocca (=στόμα), ποὺ ἐν προκειμένῳ θὰ σημαίνῃ στόμιο. Φυσικά, boccino σημαίνει καὶ «τσιμπουκάκι».