Στα καλιαρντά είναι το νερό, ή γενικά το υγρό ή το ποτό, συχνά το αλκοολούχο ποτό, προερχόμενο από τη ρομανί (βλ. τη σχετική αναφορά του Πονηρόσκυλου για το πώς άλλαξε η αρχική ετυμολογία που είχε προτείνει ο Ηλίας Πετρόπουλος). Χρησιμεύει και ως συνθετικό για μια σειρά από άλλες λέξεις που έχουν σχέση με υγρά ή ποτά.

Αβέλω και ντέζι, μια λάτσα με παίζει, μα νάκα αβέλω μπερντέ, αβέλω μια μόλα και γίνομαι γκόλα, κι αρχίζω μεσίκ το κονέ. (Μπέττυ Βακαλίδου, Καλιαρντοσύνες).

Από το 2.28

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία