Χοντρός, κοιλαράς, πλαδαρός, χοντρολίπαρος.
- Σταμάτα να τρως επιτέλους, έχεις γίνει μπουχέσας!
Βλ. και πεπόνιας
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Μπανίζω, βλέπω, παίρνω μάτι.
Την είδα που με κόζαρε από το απέναντι τραπέζι και της έστειλα λελούδια.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το κάρφωμα, όταν γίνεσαι στόχος.
- Όχι εδώ το βέρι ρε, θα γίνουμε κόζι...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ακυρώνω, παρατάω, αφήνω στα κρύα του λουτρού.
Τον περίμενα μέσα στο κρύο μέχρι τις 10 και δεν ήρθε. Με γείωσε ο μαλάκας.
Ήταν να πάμε για ποτάκι, αλλά το γειώσαμε...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο κάρφωμας, αυτός που φαίνεται τι κάνει αφού δεν έχει συγκαλυφθεί επαρκώς.
- Καλά ρε μαλάκα, στον Τάκη το χουίτη έδωσες τα λεφτά να μας φέρει το πράμα; Θα τον δέσουν!
Βλέπε και χου και τα σχόλια.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το κάρφωμα, η μη επαρκής συγκάλυψη μιας πράξης.
Όπως την κοιτάγαμε σα λιγούρια, λογικό ήταν να γίνουμε χου.
Συνώνυμο: κάρτα
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.
Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.
Σχετικά: τράκα, τζαμπαντάν. Δες και -έισον, -έισιον.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο βλακάκος, ο χαζούλης, ο αγαθόβλακας.
-Του είπα οτι ήταν συλλεκτικό και του το πούλησα 10 φορές πάνω απ' όσο το το πήρα! -Ε είσαι μαλάκας. Τον Τάκη το βλακούζο έπιασες κότσο;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το πέος, ειδικά όταν είναι μεγάλου μεγέθους.
- Σου λέω διαγραφόταν καθαρά η κρεατόβεργά του, χρυσή μου!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Βγαίνει μάλλον από το (μ)περ(γ)κέτι και σημαίνει μια χαρά, τζετ, τσόντα, καύλα, καλή φάση, τέφα(ρίκι) κτλ.
- Ναι, πήγαμε τελικά και περάσαμε μπέργκετ. Έπρεπε να 'ρθεις!
Βλ. και σχετικά λήμματα μπεργκέτης, μπερ(ε)κέτι
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!