Χοντρός, κοιλαράς, πλαδαρός, χοντρολίπαρος.

- Σταμάτα να τρως επιτέλους, έχεις γίνει μπουχέσας!

O μπουχέσας του Texas (από jesus, 11/07/08)

Βλ. και πεπόνιας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπανίζω, βλέπω, παίρνω μάτι.

Την είδα που με κόζαρε από το απέναντι τραπέζι και της έστειλα λελούδια.

(από Kilerakias, 12/01/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κάρφωμα, όταν γίνεσαι στόχος.

- Όχι εδώ το βέρι ρε, θα γίνουμε κόζι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ακυρώνω, παρατάω, αφήνω στα κρύα του λουτρού.

  1. Τον περίμενα μέσα στο κρύο μέχρι τις 10 και δεν ήρθε. Με γείωσε ο μαλάκας.

  2. Ήταν να πάμε για ποτάκι, αλλά το γειώσαμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κάρφωμας, αυτός που φαίνεται τι κάνει αφού δεν έχει συγκαλυφθεί επαρκώς.

- Καλά ρε μαλάκα, στον Τάκη το χουίτη έδωσες τα λεφτά να μας φέρει το πράμα; Θα τον δέσουν!

Βλέπε και χου και τα σχόλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κάρφωμα, η μη επαρκής συγκάλυψη μιας πράξης.

Όπως την κοιτάγαμε σα λιγούρια, λογικό ήταν να γίνουμε χου.

Συνώνυμο: κάρτα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.

Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.

(από xalikoutis, 04/10/08)Μπορείς και να τρως τζαμπέισον. (από Galadriel, 02/04/09)

Σχετικά: τράκα, τζαμπαντάν. Δες και -έισον, -έισιον.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βλακάκος, ο χαζούλης, ο αγαθόβλακας.

-Του είπα οτι ήταν συλλεκτικό και του το πούλησα 10 φορές πάνω απ' όσο το το πήρα! -Ε είσαι μαλάκας. Τον Τάκη το βλακούζο έπιασες κότσο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πέος, ειδικά όταν είναι μεγάλου μεγέθους.

- Σου λέω διαγραφόταν καθαρά η κρεατόβεργά του, χρυσή μου!

Βέργα (από GATZMAN, 03/02/09)Γυναίκα πάει να ευνουχήσει τσοχανταραίο που της αρπαξε την κόρη της για παστάκι (από GATZMAN, 03/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βγαίνει μάλλον από το (μ)περ(γ)κέτι και σημαίνει μια χαρά, τζετ, τσόντα, καύλα, καλή φάση, τέφα(ρίκι) κτλ.

- Ναι, πήγαμε τελικά και περάσαμε μπέργκετ. Έπρεπε να 'ρθεις!

Βλ. και σχετικά λήμματα μπεργκέτης, μπερ(ε)κέτι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία