Χρησιμοποιείται για να δηλώσει έλλειψη οργάνωσης και συγκέντρωσης σε κάποιο χώρο (συνήθως εργασίας).

- Έχουν βαρέσει διάλυση στην πολεοδομία, πήγα να κάνω τα χαρτιά μου και δεν έβρισκα τους μισούς υπαλλήλους που με παρέπεμπαν να δω!
- Δημόσιο, τι περιμένεις...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από την λέξη disqualified. Εμφανίζεται συχνά και ως DQ. Υποδηλώνει την απόρριψη προς έναν γκόμενο/γκόμενα όταν αυτός/-ή είτε δεν βλέπεται, είτε μας ξενερώνει.

- Πώς σου φαίνεται αυτή ρε Θανάση; Κορμί θανατηφόρο...
- Άπαπα, δεν βλέπεις τη μύτη πως είναι σαν πιγκουίνος;! D.Q. σου λέω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έχει 2 κύριους ορισμούς :

  1. Ίδιο με τη φράση «παίρνω τον πούλο»
  2. Ίδιο με τη φράση «Την πουλεύω, την κάνω»

Προέρχεται από την διακωμώδηση του ονόματος γνωστού πολιτικού προσώπου.

  1. - Δεν την παλεύω με το κρύο εδώ έξω. Τομπούλογλου!

  2. - Τι έπαιξε χθες με τη Ρένα; Έγινε τίποτα;
    - Τομπούλογλου, με το πουλί στο χέρι έμεινα!

Τομπούλογλου (από panos1962, 29/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Στην έκφραση την κάνω Λάκης, σημαίνει πως κάποιος φεύγει γρήγορα, συνήθως όταν προκύπτει μια δύσκολη κατάσταση. Συνώνυμο με το την κάνω Λούης.
  1. - Τι έγινε ο Θανάσης; Βγήκε με αυτήν που γνώρισε στο chat;
    - Πήγε, και μόλις είδε τι σαύρα ήταν, την έκανε Λάκης επιτόπου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε ηλεκτρονικά παιχνίδια, το κρέας είναι ο παίχτης με τις χαμηλότερες επιδόσεις, που «πεθαίνει» συχνά. Ο εύκολος στόχος.

- Τάκη, εσύ θα πας με την ομάδα 2.
- Τι λε ρε παπάρα; Σιγά μην πάρουμε το κρέας μαζί μας, αρκετά feedαρε το τελευταίο παιχνίδι...

Και νομιστεράκι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Στην φράση τα έχω παίξει (παρακείμενος): κουράστηκα, εξαντλήθηκα. Συνώνυμο: Τα 'φτυσα

  2. Στην φράση: τα έπαιξα, τα 'παιξα (αόριστος): φοβήθηκα, χέστηκα πάνω μου.

  3. Στην φράση τί παίζει; ή παίζει κάτι: τι συμβαίνει, πώς έχει η κατάσταση ή τι πρόκειται να συμβεί;
    Συνώνυμα: Τι τρέχει;

  1. - Φαίνεσαι ψόφιος... δεν κοιμήθηκες χθες;
    - Όχι ρε, απλά από το πρωί τρέχω για να τακτοποιήσω υποχρεώσεις, τα έχω παίξει από το περπάτημα...

  2. - Πού να σ'τα λέω, χθες το βράδυ με πήρε στο κυνήγι ένας σκύλος, τά 'παιξα σου λέω...

  3. - Τι παίζει ρε παιδιά; Τραβάτε κανά ζόρι;
    - Όχι ρε φίλε, χαλάρωσε. Μια μικρή παρεξήγηση, λύθηκε!

...

- Τι παίζει για απόψε παίδες;
- Λέμε να πάμε σε μπαράκι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που δηλώνει το μεγάλο μέγεθος του γυναικείου στήθους, σε μέγεθος πεπονιού.

Ρε συ, τι πεπονάτες βυζάρες έχει η γκόμενα;! Δες τα πως κουνιούνται!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κυριολεκτικά σημαίνει ελεύθερο καμπινγκ. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται επίσης όταν θέλουμε να αναφερθούμε χιουμοριστικά στο bungee jumping.

  1. - Έχετε κανονίσει διαμονή για τις διακοπές;
    - Δεν παίζουν λεφτά ρε, θα τη βγάλουμε με τζάμπα κάμπινγκ.

  2. - Τάσο λες να δοκιμάσω bungee jumping στην Πούντα;
    - Ρε δεν πας να κάνεις και τζάμπα κάμπινγκ... Tι μου το λες;!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράφραση της γνωστής λέξης μπανιστήρι, αναφέρεται στην ακοή. Σημαίνει κρυφακούω, επί το πλείστον ερωτικές περιπτύξεις.

- Χθες όλο το βράδυ οι διπλανοί δεν με άφησαν να κλείσω μάτι. Πόσο καιρό είχαν να το κάνουν...
- Άσε ρε γκρινιάρη... Έκανες και δωρεάν ακουστήρι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χιουμοριστικός όρος για κάποιον που κάνει μπανιστήρι, συνήθως μικρής (σχολικής) ηλικίας. Έγινε γνωστό από παλαιότερη χιουμοριστική εκπομπή του Μάρκου Σεφερλή.

(ο μικρός Νικολάκης παίρνει μάτι τους γείτονες να βγάζουν τα μάτια τους)
- Επ Νικολάκη, τί κάνεις εδώ πονηρούλη; Τον μικρό τυμπανιστηρτζή;

(από Khan, 05/02/11)(από Khan, 01/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία