Η προσβλητική έκφραση, η ύβρις, ο απαξιωτικός η μειωτικός χαρακτηρισμός, το πρόσβολο.

Συνώνυμα: Λόγια βαριά.

  1. Αντάλλαξαν βαριές κουβέντες μεταξύ τους και στη συνέχεια έγιναν μαλλιά κουβάρια.
  2. Στέλιος: ...κι αν αλλάξαμε λόγια βαριά ρίχτα όπως κι εγώ στη φωτιά...
  3. Τον στόλισε με βαριές κουβέντες

(από Khan, 16/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μόρτικοιγραμματικοί τύποι, της αόριστης αντωνυμίας αυτός.

  1. Πήγαμε μ' αυτουνούς εκεί.

  2. Το ρολόι που βρήκες είναι αυτουνού.

  3. Τι τους θέλεις όλους αυτούνους εδώ;

  4. Εδώ δίπλα βρίσκονται κι αυτήνοι.

  5. Τι γυρεύεις εδώ, μ' αυτήνες τις πουτάνες ;

  6. Πού πήγες κι έμπλεξες μ' αυτήνες τσι, τσ' πούστηδοι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έκφραση υποδηλώνει:

Α. Σοβαρότατη σωματική, αλλά κυρίως νευρο-ψυχική και ψυχολογική καταπόνηση ένεκα στέρησης, καρτερίας, ταλαιπωρίας, δοκιμασίας, αναμονής, υπομονής, βασανισμού κλπ.

Το μάτι μαυρίζει εξαπανέκαθεν από 3 αιτίες:

α) μακιγιάζ
β) μπουκέτο
γ) μυδρίαση

Η γ' περίπτωση είναι κυρίως αυτή που υπαινίσσεται η έκφραση μεταφορικά, καθ' όσον η μέτρια μυδρίαση (διαστολή της κόρης του ματιού) αποτελεί σύμπτωμα σοβαρής νευρο-σωματικής πάθησης, ενώ η πλήρης μυδρίαση αποτελεί τυπική εικόνα του νεκρού.

B. Πλήθος ατόμων, πραγμάτων κλπ με μαύρο ή σκούρο εξωτερικό χαρακτηριστικό χρώμα όπως μελαψοί, ιερείς, μαυροφορεμένοι, κοράκια κλπ, όπου το μάτι μαυρίζει είτε εξ ανακλάσεως είτε από μείωση της φωτεινότητας.

Ιστορικό ανάλογο: «Καλύτερα, θα πολεμάμε υπό σκιάν», απάντησε ο Λεωνίδας στους πολυπληθέστερους Πέρσες, όταν απείλησαν τους Σπαρτιάτες ότι θα κρύψουν τον ήλιο με τα βέλη τους.

Γ. Συγκέντρωση μεγάλου πλήθους γενικότερα, ασχέτως χρωματικής απόχρωσης ή διαβάθμισης φωτεινότητας.

Σημ:. Η έκφραση-έννοια «μαύρισε το μάτι μου, από μπουνιά» παραλείπεται ως πλέον τετριμμένη.

  1. - Μαύρισε το μάτι μας να περιμένουμε πότε θα μας προσλάβουν για δουλειά.

  2. - Πού να σ'τα λέω; Ανακάλυψα μπουρδελάκι με Αφρικανές. Μπήκα μέσα και μαύρισε το μάτι μου.

  3. - Μαύρισε το μάτι μου όταν είδα τις στίβες με τα χαρτιά στο γραφείο μου, όταν επέστρεψα απ την άδεια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται, σύμφωνα με βικιπαίδεια, απο την περσική λέξη sharbat (شربت) που σημαίνει ποτό με νερό και ζάχαρη.

Υπάρχουνε διάφορες παραλλαγές της λέξης στα αραβικά και τουρκικά με παραπλήσιες η συναφείς ερμηνείες.

Σε μας χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει:

  1. Εμφατικά, κατι το υπερβολικά γλυκό στη γεύση.
  2. Στο πληθυντικό αριθμό μπορει να σημαίνει έντονες και διαχυτικές ερωτοτροπίες.
  3. Σε περίπτωση γρονθοκόπησης, μαζί με το ρήμα παίρνω σημαίνει αιμορραγία.
  1. Θεσσαλονικιός:-αμάν βρε παιδάκι μου, πολυ ζάχαρη μ' έβαλες στον καφέ. Σερμπέτι τον έκανες.
  2. -καθίσανε λοιπόν οι δυο τους στο παγκάκι κι αρχίσανε τα σερμπέτια (τις γλύκες).
  3. -του τραβάει ενα μπουνίδι και τον πήρανε αμέσως τα σερμπέτια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Εκμεταλλεύομαι ευκαιριακά ή συστηματικά, θεμιτά ή αθέμιτα, ηθικά ή ανήθικα μια ευνοϊκή κατάσταση που μου προσπορίζει διαφορών ειδών οφέλη ή ανταλλάγματα.

Συνώνυμη έκφραση: βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα

- Είδες τον Πανάγο; Από τότενες που άνοιξε νταλαβέριμ' αυτήνες τσι πούστηδοι, είναι κάθε μέρα στη μπούντρα.
- Καλά ξηγιέται, βρήκε βυζί και βυζαίνει, αφού.

(από iwn, 01/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η προφανής κυριολεκτική σημασία του είναι οτι χαμηλώνω τη θερμοκρασία ενός ποτού προκειμένου να γίνει δροσερό, ρίπτοντας τεμάχια πάγου εντός του ή συντηρώ ενα τρόφιμο τοποθετώντας το σε επαφή με πάγο ή γενικότερα διατηρώ χαμηλή θερμοκρασία με τη χρήση πάγου.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται με την έννοια :

Κόβω τη φόρα σε κάποιον, κόβω τον τσαμπουκά, αναχαιτίζω, τον ψαρώνω, τον τρομοκρατώ, επιπλήττω με σκοπό τον εκφοβισμό και την αποτροπή.

1.Ο εργοδηγός προς στον προϊστάμενο: -θα σου στείλω στο γραφείο τον καινούργιο, που μας ήρθε πολυ τσαμπουκαλεμένος. Βάλτου λιγο πάγο, να στανιάρει.
2. Μεταξύ δικηγόρων: -ο εισαγγελέας, για αρχή, δεν τον παρέπεμψε, μόνο πάγο του 'βαλε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Είναι η Δημοτική Ελληνική Γλώσσα. Έτσι αποκαλούνταν η Δημοτική Γλώσσα κοροϊδευτικά, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, ιδιαίτερα όταν κάποιος αναφερόταν με ιδιαίτερα "λαϊκό" τρόπο η χρησιμοποιώντας άκρα λαϊκό λεξιλόγιο και εκφράσεις μέχρι χυδαιότητας, για εξευγενισμένα η μη ζητήματα. Ο χρήστης του όρου συνήθως προηγουμένως φρόντιζε να μας ενημερώσει περιγραφικά με έναν πιο κόσμιο (καθαρευουσιάνικο) τρόπο πριν την απόδοσή του στην ... "μαλλιαρή".

ο αφηγητής:-Τότε λοιπόν τον απέπεμψε σκαιώς και για να το πούμε και στη "μαλλιαρή", τον έστειλε στο διάολο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Έτσι περιγράφεται η έκπληξη, το ξάφνιασμα, ο αιφνιδιασμός, η τρομάρα, στο άκουσμα απρόσμενα, αναπάντεχα κακών και δυσάρεστων μαντάτων, νέων, πληροφοριών, ανακοινώσεων, αποφάσεων κλπ.

Ο δικηγόρος:
- Μη στεναχωριέσαι, θα του κάνουμε μια μήνυση και θ' ακούσει μια ποινή που θα βουίζουν τ' αυτιά του.

(από iwn, 16/12/10)(από iwn, 16/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα όβολα

Τα χρήματα, σε μορφή μεταλλικού νομίσματος, τα κέρματα, από το αρχαίο «οβολός», που ήταν νομισματική μονάδα (δεν είχαν δα τότε τραπεζογραμμάτια).

Αλλά και γενικότερα σήμερα το χρηματικό αντίτιμο σε κάθε μορφή του.
Συνώνυμα το μπαγιόκο, αργύρης, παράς, παράδες, τάλαρα, λεφτά, μουρμούρια κλπ.

- Επειδή η απόσταση είναι μεγάλη θα πρέπει να πέσουνε τα όβολα προκαταβολικά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο παπαγάλος είναι πτηνό που μιμείται και αναπαράγει, κατά προσέγγιση, από ακοής και μόνο, τη φωνή του ανθρώπου.

Η γαλλία, στην επαγγελματική αργκό των μουσικών, είναι η εκτέλεση ενός κομματιού, όπως ακριβώς θα εμιμείτο ένας παπαγάλος την ομιλία κάποιου, δηλαδή στο περίπου.

Στη γνήσια γαλλία, ο μουσικός είναι δυνατόν να μην έχει ακούσει ποτέ του το κομμάτι, απλά εκτελεί μια γαλλία, δηλαδή μια φαντασία σε τόνο, δρόμο και ρυθμό του τραγουδιού, προκειμένου να ξεκινήσει ο τραγουδιστής. Σ' αυτή τη περίπτωση αναφερόμαστε σε βατό, τυπικό, αντιπροσωπευτικό κομμάτι και όχι κάτι το πολύπλοκο με πολλές αλλαγές δρόμων, ρυθμού κλπ.

Το γαλλικό κομμάτι παίζεται είτε λόγω παραγγελιάς, είτε αιτήσει του τραγουδιστή ο οποίος τό 'χει, είτε είναι κομμάτι σειράς και ο γάλλος μουσικός δεν τό 'χει.

Εάν τό 'χει, έστω και λίγο, προσπαθεί με αυτοσχεδιασμό της στιγμής, επί τόπου, να το αναπαράγει, εκτελώντας το κατά προσέγγιση.

Στον γάλλο μουσικό δίνεται η ευκαιρία, εφ' όσον έχει τη δυνατότητα και διαθέτει το ταλέντο, να ξεπερνάει (σπανιότατα) το πρωτότυπο, κάνοντας τους παρευρισκομένους μουσικούς να σακουλεύονται, ν' ανοίγουν διάπλατα τα μάτια και να κοιτάζονται μεταξύ τους με νόημα η απορία.

Εναλλακτικά παίζει μια εισαγωγή από ένα ήδη γνωστό και παραπλήσιο σε ρυθμό και δρόμο τραγούδι.

Γενικώς η γαλλία είναι σαν το αλατοπίπερο. Το λίγο νοστιμίζει, ενώ το πολύ κάνει το φαγητό για πέταμα.

Γαλλία κάνει και ο τραγουδιστής όταν δε θυμάται ή δε γνωρίζει κάποια στροφή ήδη γνωστού τραγουδιού, και βάζει δικούς του στίχους της στιγμής, τους οποίους μπορεί και να διατηρεί σε επόμενες εκτελέσεις του τραγουδιού, εφ' όσον δεν έχει μεριμνήσει να μάθει τους γνήσιους.

Κατά κανόνα η γαλλία γίνεται στο χορευτικό πρόγραμμα και είναι σχεδόν βέβαιο ότι περνάει απαρατήρητη από την πλειονότητα των θαμώνων.

  1. - Τέλη, κάνε μια γαλλία σε ντο, χιτζάζ, ζεϊμπέκικο, και μπαίνω «δε ζωντανεύουν οι νεκροί».

  2. - Ρε συ Πάνο, μας έχεις τρελάνει στη γαλλία, κάτσε πέρνα και καμιά εισαγωγή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία