Ανεπαίσθητη πορδή μικρού μεγέθους συνήθως αμοληθείσα εν ομοβροντία και υπούλως παραμένουσα στους θύλακες του πρωκτού.

Αντιληπτή όταν ο δράστης καθίσει και λόγω πίεσης ακούγεται. Το μοναδικό είδος κλανιάς που ακούγεται, όχι την στιγμή της απελευθέρωσης, αλλά σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή.

Άσε ρεζίλι έγινα. Με κάλεσε σπίτι της η γκόμενα και στο ασανσέρ έριξα μία βρώμικη. Όταν καθίσαμε στο τραπέζι όμως, είχε μείνει ένα υποκλανίδιο και ακούστηκε σαν μεντεσές σκουριασμένος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ανήκων στην ευγενή συνομοταξία των νεκροθαπτών. Άλλως ο κόρακας, το κοράκι. Ηχοποιημένη λέξη από το γνωστό προτρεπτικό επίρρημα «οπαλάκια» από την προτροπή συναδέρφου για να σηκωθεί το φέρετρο.

- Τι δουλειά κάνει ο ... ;
- Οπαλάκιας είναι.

Κρίση στους οπαλάκιες! (από Hank, 14/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα σε πράγμα, εδώ σε εραστή ή ερωμένη. Αντιπαραβάλλεται με την (ψιλή) κυριότητα σε σχέσεις επισήμου ζεύγους.

Δηλωτικό της χαλαρότερης σχέσης σε παράνομα ζευγάρια όπου παρατηρείται απουσία απαιτήσεων και πρωτεύοντα ρόλο έχει η ευχαρίστηση. Χρησιμοποιείται δε και λόγω του εφήμερου χαρακτήρα παρόμοιων σχέσεων, έτσι ο απατών με το πέρας της εφήμερης σχέσης γυρνάει στον/στην σύζυγο ή επίσημο σύντροφο.

Όπως η επικαρπία όταν εκλείψει ο επικαρπωτής επιστρέφει στον κύριο και ενώνεται με την ψιλή κυριότητα αυτού στο ενιαίο πλέον απόλυτο εξουσιαστικό δικαίωμα.

Η νομική σχέση που συνδέει τον σύζυγο, την σύζυγο και τον εραστή της συζύγου σύμφωνα με τον Γαμικό Κώδικα:
Ο σύζυγος έχει την ψιλή κυριότητα και ο εραστής την επικαρπία επί της συζύγου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Tο σπάσιμο της παρθενιάς από έφηβο, η πρώτη φορά που πηδάει.

Δανεισμένο από την τουρκική λέξη σεφτές που χρησιμοποιείται στο εμπόριο για να δηλώσει τον πρώτο πελάτη της ημέρας, το πρώτο νταραβέρι οικονομικής χροιάς.

- Αδερφέ χτες πήγα στα κορίτσια και με έκαναν άντρα και διάλεξα την Πάολα την κωλομπιάνα

- Μπράβο ρε συ καλό τσουτσού σεφτέ έκανες…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιππεύω βίαια κάποια, την ξεμουνιάζω. Η προέλευση του είναι απο την έκφραση «μου 'μεινε στο χέρι», όταν κάτι χαλάει, ενώ είναι στα χέρια μας.

Πήρα βιάγκρα χτες και την έσκισα την Λωλότα. Της έδωσα το μουνί στο χέρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γνωστός τοις πάσι ο ορισμός και το περιεχόμενο της παρτούζας. Είναι η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για υγιή κοινωνικοποίηση, όπως το αναφέρει αναλυτικά ο Αριστοτέλης.

Εις το ως άνω εκστομισθέν τριπάρτουζο παρατηρείται έντονη συνουσιαστική δραστηριότητα επιτείνουσα την απόλαυση των συμμετεχόντων, άλλως δε τον χαβαλέ αυτών καθώς εκ του γέλωτος μπερδεύουν πού μπαίνει τι. Ο όρος τριπάρτουζο είναι συνήθως απείκασμα αναμνήσεων από χρόνων πολλών και η αχλύ η περιβάλλουσα τα διημειφθέντα τα αναγάγει εις γεγονός κοσμογονικό.

Οι συμμετέχοντες εις το τριπάρτουζο ενίοτε διοργανώνουν χοροεσπερίδες ίνα, ενθυμούμενοι τα πεϊκά τους έπη, βαυκαλισθώσιν αυταρέσκως. Τόπος διεξαγωγής της μυσταγωγίας είναι συνήθως τουριστική νήσος με συμπαρομαρτούν αυτής το άπειρο αλκοόλ. Κατ' εξαίρεση εις Μύκονο το τριπάρτουζο συνομολογείται ως τρίκαβλο ή ιντερσίτι. Εις την μορφή αυτή ευνοημένος είναι πάντα ο δεύτερος του χορού ο οποίος, έχων το γενικό πρόσταγμα, παίρνει, δίνει και παίζει την τουλούμπα στον πρώτο.

(μονόλογος φίλου προς συνομώτη-συνένοχο) :
- Θυμάσαι την Νίκη την αδερφή της Κλάρας της αλληθωροβύζας που την είχαμε τρελάνει στο τριπάρτουζο ένα φεγγάρι στην Ρόδο; Ε, την είδα προχτές και συγκινήθηκα... Τί γούστα είχαμε βγάλει ρε φίλε...

(από GATZMAN, 02/03/11)Τζερονύμο Γιάνκα ->τραινάκι.... intercity, Εναλλακτικοί όροι για το τριπάρτουζο (από GATZMAN, 02/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το δυσάρεστο συναίσθημα που ένιωσε κάποιος, όταν, ναυαγός, κατέληξε στο νησί των Σειρήνων που αυτές είχαν την μορφή της Γ. Βασιλειάδου.

Κοινώς όταν βρεθείς σε κοινωνική εκδήλωση και τα χάψαλα είναι συντριπτικά περισσότερα από τις αιθέριες υπάρξεις, υφίστασαι το αλγεινό αυτό σύμπτωμα που επίσης παρατηρείται σε συνθήκες υπερβολικού ψύχους. Το αντρικό μόριο, ως φιλόκαλλον νοήμον ον, συρρικνώνεται τόσο πολύ που νομίζεις πως έπαθε αναρρόφηση. Είναι σαν... να πρόκειται για ένα ντροπαλό σαλιγκάρι που κλείνεται στο καβούκι του...

— Πολύ μάπα τελικά χτες το πάρτυ στη δουλειά. Ήταν όλες οι πατσόλες εκεί που έψαχναν για γαμπρό. Άσε, τί να λέμε τώρα, τον έψαχνα μετά.
— Το ξέρω, σε καταλαβαίνω. Κι εγώ έπαθα το ίδιο, μέχρι να 'ρθω ξύλιασα στο μηχανάκι πάνω χειμωνιάτικα. Κι εγώ τον έψαχνα.

(από Khan, 04/03/11)

Σύγκρινε με: τον δαγκώνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, το κουνάβι. Μτφ., ο άσχημος άνθρωπος. Τουρκικής προέλευσης λέξη, χρησιμοποιούμενη στις Σέρρες.

Υπάρχει φήμη ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν είδε τον Σπύρο Μαρκεζίνη είπε: «Α βε, σαν μπουρσούκι είναι αυτός!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός σε άσχημη γυναίκα, εν είδει έμμεσης απόρριψης.
Ταυτόσημα: λούτα, σαύρα, σαβούρα, σαλούπα.

- Στην πέφτει η τάδε γκόμενα!
- Ε και; δεν την βλέπεις; Σκέτη κιούσπα είναι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρατηρώντας μια πρόσφατη εμμονή σε βυζολήμματα -και... ενίοτε βυζολύματα- στον ορίζοντα, είπα να καταγράψω αποφατικώς την γλαφυρώς ήδη εκτεθείσα γυναίκα, η οποία μπορεί να πάει στα μπεν μιξ. Κοινώς να εμφανιστεί στην παραλία φορώντας στο στήθος γυαλιά κολύμβησης και να καλύψει ικανοποιητικότατα τα (ανύπαρκτα) μεμέ της. Αντίστοιχο με την επικράτηση τοπωνυμίων τύπου «Λευκός Πύργος» (που είναι σκέτο μπατάκι ένα πράμα) ή Εύοσμος Σαλλονίκης (πρώην Βρωμούσα, σκουπιδότοπος) έτσι η Σπανιόλα είναι η άβυζος καλλονή, η οποία κυκλοφορεί με ένα ζεύγος ρώγες εκεί που θα πρεπε να φυτρώσει βύζος.Το θέαμα καθίσταται ειδεχθέστερο στην περίπτωση που η Σπανιόλα μας είναι ολίγον τροφαντή. Διότι νταρντανοκάπουλη ά-μεση κορασίς που είναι δίπλατη δεν λέει!

Σαφέστατη Σπανιόλα είναι η γνήσια Μαδριλένα Ιζαμπέλα ντε λα ρώγες μονάχα, ιδιοκτήτρια τσιπουράδικου στον τρίτο μαχαλά δεξιά της Μαδρίτης που ο έμμπρατσος αδερφός της σηκώνοντάς την στο ένα χέρι χρησιμοποιεί σαν δίσκο το στήθος της για να σερβίρει τάπας με ρακή και παέγια με ρέγκα και σέσκουλο τζιτζιριστό

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία