Ο διακονιάρης είναι κατά μια έννοια ο υπηρέτης αλλά και ο ζητιάνος. Διακονεύω = ζητιανεύω, κυρίως στην επτανησιακή διάλεκτο.
– Τί ήθελε πάλι αυτός ρε; Δανεικά;
– Άσε με ρε Κώστα, μου σκότισε τ' αρχίδια, ο διακονιάρης.
Ο διακονιάρης είναι κατά μια έννοια ο υπηρέτης αλλά και ο ζητιάνος. Διακονεύω = ζητιανεύω, κυρίως στην επτανησιακή διάλεκτο.
– Τί ήθελε πάλι αυτός ρε; Δανεικά;
– Άσε με ρε Κώστα, μου σκότισε τ' αρχίδια, ο διακονιάρης.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Ο άνθρωπος που ερωτοτροπεί σαχλά, δηλαδή, πολύ απλά, αυτός που σαλιαρίζει ή κατά μια άλλη έννοια ο απένταρος, ο διακονιάρης, ο οποίος ονειρεύεται να κάνει μεγάλη ζωή (και του τρέχουν τα σάλια).
-Ρε σαλιάρη, σε έχει πάρει χαμπάρι η γκόμενα και γελάει με τη πάρτη σου...
- Ρε σαλιάρη; Στο Armani πήγες να ψωνίσεις κουστούμι; Εσένα βρωμάνε τα χνώτα σου απ'τη πείνα...
- Όχι ρε μαλάκα, από τα Glou το πήρα, αν έμπαινα στου Armani, θα σφουγγαρίζανε τρείς μέρες...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Απλή, εύστροφη, γρήγορη και καθοριστική απάντηση στην κοινότυπη ερώτηση «τι κάνεις»;
– Έλα ρε... Τι κάνεις;
– Τον βγάζω και τον πιάνεις...
– ...
Δες ακόμη: σ' την πετάω και την πιάνεις
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία